Από τα έθιμα του Δωδεκαημέρου Κόλιντα και Σούρβα
Από τον Ιωάννη Παπαλαζάρου, εκπαιδευτικό-συγγραφέα
Ο Δεκέμβριος είναι ο μήνας των μικρών και μεγάλων, γνωστός και αγαπημένος για τις διαδοχικές γιορτές των αρχών του (Αϊ-Σάββας, Αγία Βαρβάρα, Αϊ-Νικόλας) αλλά κυρίως από τη δεσπόζουσα στο χριστιανικό εορτολόγιο γενέθλια ημέρα του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού. Είναι ο δωδέκατος του έτους, σύμφωνα με το Γρηγοριανό Ημερολόγιο, που ισχύει στη χώρα μας από το 1923 και για την Ορθόδοξη Εκκλησία από το 1924. Η ονομασία του είναι ρωμαϊκής προελεύσεως (από το decem=δέκα) αφού στο αρχαίο ρωμαϊκό ημερολόγιο κατείχε τη δέκατη θέση στην αρίθμηση των μηνών του έτους.
Ήταν ο μήνας των κατ’ εξοχήν μεγάλων εορταστικών αφιερωμάτων και τελετών προς τιμήν θεοτήτων του ρωμαϊκού εορτολογίου, όπως ήταν 1) τα Σατουρνάλια, που ήταν γιορτή των Ρωμαίων αφιερωμένη στο θεό Saturnus (Σατούρνους), ο οποίος αντιστοιχεί στον ελληνικό θεό Κρόνο. Πραγματοποιούταν κατά τον μήνα Δεκέμβριο, συνήθως στις 17 Δεκεμβρίου, και οι γιορτές κρατούσαν έως και μια βδομάδα και 2) τα Βρουμάλια, τα οποία οι Ρωμαίοι γιόρταζαν στις 25 Δεκεμβρίου προς τιμήν του θεού Μίθρα, θεού του αήττητου Ήλιου της ρωμαϊκής μυστηριακής λατρείας. Ο Δεκέμβριος όμως διατήρησε τον εορταστικό του χαρακτήρα και στους μετά Χριστόν αιώνες, με αντικατάσταση των ειδωλολατρικών και πολυθεϊστικών αφιερωμάτων με Δεσποτικές εορτές αλλά και με μνήμες Αγίων της Ορθοδοξίας.
Με αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων καταργήθηκαν πολλά από τα κατάλοιπα του πολυθεϊστικού εορτολογίου και των τελετών τους και αντικαταστάθηκαν από μεγάλες χριστιανικές γιορτές. Παρέμειναν όμως στα λαϊκά στρώματα αρκετά από τα λατρευτικά τους έθιμα, όπως το άναμμα της φωτιάς στις παραμονές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, τα καλαντίσματα των παιδιών για την αναγγελία της γεννήσεως του Χριστού και των ερχομό του νέου έτους, η σφαγή των χοίρων, οι ανταλλαγές δώρων, αλλά και πολλές δοξασίες και θρύλοι, όπως τα παγανά καλικαντζάρια του Δωδεκαημέρου και οι μεταμφιέσεις, φαινόμενα ριζωμένα στην ψυχή του λαού μας, που προσδίδουν στις ημέρες αυτές γοητεία και έναν τόνο ιδιαίτερα μυστηριακό, ελκυστικό, γεμάτο μικρούς φόβους για τα κακά πνεύματα πού κάνουν την εμφάνισή τους στη διάρκεια των εορτών.
Το αποτελεσματικότερο και το πλέον αποτρεπτικό μέσον για τα κακά πνεύματα του Δωδεκαημέρου θεωρείται η φωτιά. Την ανάβουν σε κεντρικά περάσματα ή συνηθέστερα στο μεσοχώρι, το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, αλλά και το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, γιατί από τα πανάρχαια χρόνια ο λαός μας πιστεύει ότι η δύναμη της φωτιάς εξαγνίζει και αποτρέπει το κακό.
Μόλις σουρούπωνε παρέες παιδιών γύριζαν από σπίτι σε σπίτι όλο το χωριό, χτυπώντας με χοντρές μαγκούρες τις πόρτες. «Έκλεβαν» συμβολικά και εν γνώσει των νοικοκυραίων καυσόξυλα ή κούτσουρα και τα στοίβαζαν σε μεγάλους σωρούς τους χώρους που είχαν επιλέξει. Αφού συγκεντρώνονταν αρκετά ξύλα και ο σωρός έπαιρνε τον επιθυμητό όγκο, καλούσαν έναν γεροντότερο να βάλει τη φωτιά.
Συνδαύλιζαν και συντηρούσανε τη φωτιά τουλάχιστον μέχρι τα μεσάνυχτα. ΄Οση ώρα έκαιγε η μεγάλη φωτιά οι νέοι και τα μικρότερα παιδιά χοροπήδαγαν τριγύρω της χτυπώντας κουδούνες και τροκάνια, λέγοντας χωρατά και περιπαιχτικά τραγούδια. Είχαν ετοιμάσει από μέρες ξύλινα φαρδιά σφυριά (τοπούζια) και χτυπούσαν μ’ αυτά χοντρά αναμμένα κάρβουνα που έσκαγαν με θόρυβο για να τρομάξουν τα ξωτικά.
Από τη μεγάλη φωτιά που στήνεται και ανάβει, πρέπει το κάθε σπίτι να πάρει ένα αναμμένο κούτσουρο ή λίγα κάρβουνα για να τα προσθέσει στο τζάκι ή στην ξυλόσομπα του σπιτιού. Ο πιο ηλικιωμένος της οικογένειας, ο παππούς ή ο πατέρας, συντηρεί τη φωτιά ώστε να διατηρηθεί άσβηστη μέχρι το πρωί. Την τροφοδοτούσαν συνήθως με κλαδιά από δέντρα αγκαθωτά (κέδρα, αγριοδαμασκηνιές, γκορτσιές). Την άλλη μέρα το πρωί σκόρπιζαν τη στάχτη στην αυλή του σπιτιού ή στα χωράφια, για να φυλαχτούν από τα παγανά των ημερών, άλλα και από θεομηνίες: αρρώστιες, πλημμύρες, χαλάζι κ.ά.
Το έθιμο των καλάντων είναι βέβαιο ότι έχει τις ρίζες του στην Αρχαία Ελλάδα και στους ρωμαϊκούς χρόνους. Οι αγερμοί των παιδιών για αναγγελία ευχάριστων γεγονότων ήταν συνήθεις. Από την αρχαιότητα είναι γνωστό το έθιμο της Ειρεσιώνης. Σύμφωνα μ’ αυτό, ομάδες παιδιών, κρατώντας στα χέρια και στους ώμους τους κλάδους ελαίας ή δάφνης, κοσμημένους με διάφορους καρπούς, με διακοσμητικές ταινίες και με φιαλίδια γεμάτα με λάδι, μέλι ή κρασί, περιφέρονταν στις γειτονιές ευχόμενοι: «πλούτον, ευφροσύνην, ειρήνην αγαθήν και άγγεα μεστά» (πλούτο, χαρά, ειρήνη και όλα τα αγγεία γεμάτα από τα προϊόντα της χρονιάς). Για τις ευχές τους εισέπρατταν μικρά δώρα. Την Ειρεσιώνη έφερε στους ώμους του συνήθως «παις αμφιθαλής», παιδί δηλαδή που είχε εν ζωή και τους δύο γονείς του.
Οι Ρωμαίοι συνήθιζαν κάθε πρωτομηνιά να αναγγέλλουν με κήρυκες ή με ομάδες παιδιών τις εορτάσιμες ημέρες και τις επίσημες αργίες του μήνα που μόλις άρχιζε και κάθε πρώτη του έτους να αναγγέλλουν, εκτός των εορτών και την αλλαγή των διαφόρων τοπικών αρχόντων. Οι αναγγελίες αυτές γίνονταν αποδεκτές από τον λαό με χαρές και φιλοδωρήματα προς τις ομάδες των παιδιών.
Τις αναγγελίες αυτών των αλλαγών οι Ρωμαίοι τις αποκαλούσαν calendae (πιθανότατα από το ελληνικό ρήμα καλώ) και στην ελληνική διασώθηκαν με τον όρο καλένδες ή καλάνδες.
Οι ρωμαϊκές καλένδες – καλάνδες διατηρήθηκαν ως έθιμο και στο Βυζάντιο, και έφτασαν έως τις ημέρες μας ως κάλαντα ή κόλιαντα ή κόλιντα, που τα συναντούμε σε όλη την Ελλάδα, με τις ομάδες των παιδιών να συνεχίζουν να διαλαλούν σπουδαία θρησκευτικά και κοινωνικά γεγονότα, όπως τη Γέννηση του Χριστού, την πρώτη του νέου έτους ή τα Θεοφάνεια.
Για τον χαρακτηρισμό του εθίμου ως κόλιντα υπάρχουν αποκλίνουσες απόψεις για τη γλωσσική ή την ετυμολογική του προέλευση. Σε μερικά χωριά των Γιαννιτσών, αλλά και στην Έδεσσα, υποστηρίζεται ότι η ονομασία κόλιντα είναι γλωσσική παραφθορά του όρου κόλιντι ή κόλιτι, που με τη σειρά του προέκυψε από το ρήμα της ντοπιολαλιάς κόλιαμ, το οποίο στο εντόπιο γλωσσικό ιδίωμα σημαίνει: σφάζω. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η ρυθμική αναγγελία των παιδιών στις γειτονιές: κόλιντι ή κόλιτι μπάμπω σημαίνει: Σφάζουν, γιαγιά! Ενημερώνουν τη γιαγιά ότι κάπου γίνεται σφαγή και υπονοούν φυσικά τη σφαγή των νηπίων από τον Ηρώδη.
Από ίδιους χώρους εκφράζεται και η εκδοχή, επίσης αυθαίρετη και καταχρηστική, ότι η ονομασία κόλιντα αποτελεί σύνθετο όρο, που προέκυψε από τις λέξεις: κολ = σφαγή και ίνταμ = έρχομαι και το κόλιντα ερμηνεύεται ως έρχεται σφαγή, όπου και πάλι υπονοείται τη σφαγή των νηπίων της Βηθλεέμ. Απόψεις αφελείς και ανιστόρητες, τόσο ως προς την γλωσσική αντιστοιχία όσο και ως προς τους συσχετισμούς των γεγονότων. Η σφαγή των νηπίων της Βηθλεέμ έγινε, ως γνωστόν, δύο τουλάχιστον χρόνια μετά τη γέννηση του Χριστού.
Είμαι εντόπιος, κατάγομαι από περιοχή της ορεινής Πέλλας και ποτέ μου δε θυμάμαι να αναγγείλαμε Κόλιτι ή Κόλιτε Μπάμπω! Πάντα λέγαμε Κόλιντα Μπάμπω! Πριν από καιρό, σε τηλεοπτικό σταθμό, ανήγγειλαν εκπομπή με τον τίτλο Κόλντε Μπάμπω! Σε Γυμνάσιο της περιοχής, τα παιδιά οργάνωσαν επίκαιρη εορταστική εκδήλωση ως Γκόλντεν Μπάμπω! Ας σοβαρευτούμε κι ας έχουμε υπ’όψη, ότι αυτού του είδους οι γλωσσικές επεμβάσεις δεν είναι πάντα τόσο αθώες ή τόσο αφελείς όσο ακούγονται.
Τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, γνωστά ως Σούρβα ή Σούριβα, οργανώνονται με τον ίδιο τρόπο όπως και τα κάλαντα των Χριστουγέννων. Τα τραγουδούν ομάδες παιδιών την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς για να αναγγείλουν τον ερχομό του Νέου Έτους και του Αϊ-Βασίλη. Συνήθη φιλοδωρήματα, τα παλιότερα χρόνια, ήταν πορτοκάλια, μανταρίνια, καρύδια, ξυλοκέρατα (χαρούπια), γλυκά των ημερών και σπανίως χρήματα.
Σχετικά με την ετυμολογία των όρων Σούρβα ή Σούριβα που τους συναντούμε στη Θράκη, και στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία, έχουν διατυπωθεί διάφορες ερμηνείες από Έλληνες και ξένους λαογράφους, με επικρατέστερες τις εξής:
α) Ότι προέρχεται από τον σλαβικό όρο «σούροβ» που σημαίνει κάτι σκληρό, χλωρό και φρεσκοκομμένο κι έχει σχέση με τη χοντρή και σκληρή ράβδο που κρατούσαν και χτυπούσαν μ’αυτή τις πόρτες οι καλαντάρηδες, φωνάζοντας: σούρβα! σούρβα! και υπονοούσαν τον ερχομό του νέου έτους.
β) Ότι έχει σχέση με το δέντρο σουρβιά, που στη φυτολογία ονομάζεται επιστημονικά surbus domestica, και από τα κλαδιά του, πολύ σκληρά και ανθεκτικά, κόβανε βέργες και κλάρες τα παιδιά για να κάνουνε μαγκούρες και τοπούζια, με τα οποία χτυπούσανε τις πόρτες για να αναγγείλουνε το νέο έτος.
Σκοπός των παράθεσης των παραπάνω στοιχείων είναι να αναθερμανθούν οι αναμνήσεις των παλαιοτέρων, να ενισχυθούν οι γνώσεις των νεωτέρων, αλλά και για να επιβεβαιωθούν τα κοινά στοιχεία και οι ομοιότητες των λαϊκών μας εθίμων και παραδόσεων, που πιστοποιούν με τη σειρά τους την αδιάσπαστη συνέχεια, τη συνάφεια και τη διαχρονικότητα του Ελληνισμού σε όλες τις γεωγραφικές ενότητες της χώρας, από την Αρχαιότητα και το Βυζάντιο μέχρι τις ημέρες μας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
-
Ολοκληρωμένο σχέδιο τροχονομικών δράσεων για τις γιορτές
18 Δεκεμβρίου 2024 -
Νίκος Παπανδρέου : Συνάντηση με αντιπροσωπεία Κούρδων στο Στρασβούργο
18 Δεκεμβρίου 2024
ΣΧΟΛΙΑ