Από τα έθιμα του Δωδεκαημέρου (μέρος Β΄)
Τα Ξωτικά, τα «Ρογκάτσια», τα «Ρουσάλια» και οι «Μέτσκες»
Από τον Ιωάννη Παπαλαζάρου εκπ/κό-συγγραφέα
Κατά το εορταστικό Δωδεκαήμερο τιμούμε και χαιρόμαστε τρεις μεγάλες γιορτές: τη Γέννηση του Χριστού (25 Δεκεμβρίου - Χριστούγεννα), την Περιτομή του (1η Ιανουαρίου - Πρωτοχρονιά) και τη Βάπτισή του (6 Ιανουαρίου - Θεοφάνεια). Για τη θέση των εορτών αυτών στο σημερινό εορτολόγιο, είναι γνωστά τα εξής: Οι Ρωμαίοι από το 153 π.Χ. καθιέρωσαν την 1η Ιανουαρίου ως αρχή του έτους, αντί της 1ης Μαρτίου που ως τότε ίσχυε. Οι χριστιανοί θεωρούσαν ως αρχή του χρόνου την 6η Ιανουαρίου, ημέρα εορτασμού της Βάπτισης του Κυρίου. Την ίδια ημέρα εόρταζαν και την Γέννηση του Χριστού έως τα τέλη του 4ου μ.Χ. αιώνα. Από την εποχή αυτή αποχωρίσθηκε η γιορτή της Γέννησης του Χριστού από την 6η Ιανουαρίου και καθιερώθηκε να εορτάζεται στις 25 Δεκεμβρίου, ημέρα κατά την οποία οι ειδωλολάτρες απέδιδαν τιμές στον θεό Μίθρα, θεό του αήττητου Ήλιου της περσικής και ρωμαϊκής μυστηριακής λατρείας.
Τον μεταφορά του εορτασμού της Γεννήσεως θέσπισε ο Πάπας Ιούλιος ο Α΄ (337–352 μ.Χ.) μετά από σχετικές έρευνες, που πραγματοποιήθηκαν με εντολή του στα αρχεία της Ρώμης, για να προσδιοριστεί η εποχή κατά την οποία έλαβε χώρα η αναφερόμενη σε κείμενα της Καινής Διαθήκης απογραφή των κατοίκων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επί Αυγούστου, σε συνδυασμό με παρεμφερή γεγονότα από κείμενα των ιερών ευαγγελίων και με άλλους υπολογισμούς. Ενώ όμως στη Δυτική Εκκλησία καθιερώθηκε η αλλαγή αυτή από το 354 μ.Χ., στην Ανατολική Εκκλησία έγινε αποδεκτή 40 χρόνια αργότερα και στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων στα χρόνια του Ιουστινιανού. Σήμερα μόνο η Εκκλησία των Αρμενίων εξακολουθεί να συνεορτάζει τη Γέννηση με τη Βάπτιση του Ιησού στις 6 Ιανουαρίου.
Για την Ανατολική Εκκλησία η έναρξη του νέου έτους (Πρωτοχρονιά) ταυτιζόταν με την εορτή της Γεννήσεως του Ιησού. Η ρύθμιση αυτή ίσχυσε μέχρι τα τέλη του 10ου μ.Χ. αιώνα περίπου, οπότε η Πρωτοχρονιά ορίσθηκε να εορτάζεται την 1η Ιανουαρίου. Επειδή οι τρεις δεσποτικές γιορτές (Γέννηση, Περιτομή και Βάπτιση του Ιησού) για μεγάλα χρονικά διαστήματα είχε καθιερωθεί να συνεορτάζονται ως αρχή του νέου χρόνου, γι’ αυτό και ορισμένα από τα έθιμά τους συμπίπτουν κι επαναλαμβάνονται (άναμμα φωτιάς, ανταλλαγή δώρων, κάλαντα κ.ά.).
Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, κατά τις πρώτες ημέρες του Δωδεκαημέρου, επειδή ο Χριστός και τα νερά είναι ακόμα αβάφτιστα, έβρισκαν ευκαιρία και ανέβαιναν στη γη, συνήθως μέσα από το τζάκι, κακά πνεύματα, οι γνωστοί ως Καλικάντζαροι, ή Παγανά, ή Μνημοράτοι ή Πλανήταροι, απρόσκλητοι επισκέπτες, που πείραζαν τους ανθρώπους, μαγάριζαν το σπίτι και τα τρόφιμα, καβαλίκευαν στους ώμους διαβάτες και ζωντανά και έκαναν σκανταλιές απίστευτες.
Από τα χρόνια του Βυζαντίου ο λαός πίστευε ότι καλικάντζαροι γίνονταν τα μωρά παιδιά που πεθαίνανε αβάφτιστα και ιδίως αυτά που είχαν γεννηθεί στη διάρκεια του Δωδεκαημέρου. Υπήρχε διάχυτη η λαϊκή φήμη ότι οι καλικάντζαροι αρπάζανε από τις κούνιες τους τα αβάφτιστα βρέφη που είχαν γεννηθεί τη βραδιά των Χριστουγέννων, γιατί η σύλληψή τους είχε γίνει την ημέρα του Ευαγγελισμού, αλλά και βρέφη που είχαν συλληφθεί τη Μεγάλη Παρασκευή ή σε άλλες μεγάλες Δεσποτικές ή Θεομητορικές εορτές. Τα βρέφη αυτά τα παίρνανε μαζί τους και τον επόμενο χρόνο γινόντουσαν κι αυτά καλικαντζάρια.
Ένα συναπάντημα με τα πνεύματα αυτά, πέρα από τη σαστιμάρα και τον ψυχικό κλονισμό, μπορούσε να επιφέρει «χάσιμο» της μιλιάς και του λογικού. Γι’ αυτό αποφεύγανε να εργάζονται και να κυκλοφορούν νυχτερινές ώρες, κυρίως οι γυναίκες, να πηγαίνουν στη βρύση, μετά το σουρούπωμα, για να πλύνουν ρούχα ή για να γεμίσουν νερό.
Συνήθεις τρόποι για να ξορκιστούν τα κακά πνεύματα στον τόπο μας ήταν η φωτιά και το βραστό νερό, πράγματα που απεχθάνονταν τα κακορίζικα πλάσματα, γιατί φοβούνταν το αναμμένο δαυλί και το ζεμάτισμα. Έτσι, σε όλη τη διάρκεια των εορτών, το τζάκι και η ξυλόσομπα έπρεπε συνέχεια να τροφοδοτούνται ώστε να μη σβήνουν τη νύχτα, ενώ ένα μεταλλικό δοχείο (γκιούμι), γεμάτο με νερό, έβραζε στην πυρά. Στη χειρολαβή ή στο στόμιο του γκιουμιού δένανε κόκκινη κλωστή με μια δεκάρα, σημάδια χαρούμενης παρουσίας ανθρώπων και διωκτικά των παγανών.
Οι νοικοκυρές, θέλοντας να εξευμενίσουν και να ξεγελάσουν τα παγανά, άφηναν διάφορες προσφορές και λιχουδιές έξω από τις πόρτες ή γύρω από το τζάκι, όπως γλυκά, τηγανίτες, καρύδια σύκα ή κουλούρες σε σχήμα ανθρώπινου σώματος.
Σχετικές είναι και οι μεταμφιέσεις των νέων και η περιπλάνησή τους σε μεγάλες παρέες, με γκάιντες και νταούλια, με κουδούνες και τροκάνια, κατά το τριήμερο από την Παραμονή των Θεοφανείων έως του Αϊ-Γιαννιού, τα γνωστά στις περιοχές μας ως Ρογκουτσάρια ή Τζαμαλάρια ή Εσκινάρια, με περιπαιχτικά τραγούδια, που είχαν ως σκοπό τους να ξορκίσουν το κακό και να διώξουν τα μιαρά και ενοχλητικά φανταστικά πλάσματα του Δωδεκαημέρου και, παράλληλα, να επηρεάσουν «μαγικά» και ευνοϊκά τις φυσικές δυνάμεις, ώστε να εξασφαλιστούν η γονιμότητα και η βλάστηση της γης, η καλή σοδειά, και η προκοπή των κοπαδιών.
Οι μεταμφιέσεις νέων ανδρών κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου, οι παρελάσεις τους με τη συνοδεία μουσικής και εκκωφαντικών θορύβων και με αναπαραστάσεις κοινωνικών δρώμενων, δεν αποτελούν πρωτοτυπία της περιοχής μας ούτε της εποχής μας. Αποτελούσαν το σημαντικότερο συνοδευτικό χαρακτηριστικό των βυζαντινών Καλανδών. Η Εκκλησία, μέσω των Οικουμενικών της Συνόδων, πολέμησε το φαινόμενο χωρίς αποτέλεσμα. Ο 62ος κανόνας της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου (681 μ.Χ.), σε πολύ αυστηρό τόνο απαγορεύει: «μηδένα άνδρα γυναικείαν στολήν ενδιδύσκεσθαι, ή γυναίκα τοις ανδράσιν αρμόδιον, αλλά μήτε προσωπεία κωμικά ή σατυρικά ή τραγικά υποδύεσθαι».
Οι μεταμφιεζόμενοι, φορούσαν προβιές και μάσκες αγρίων ζώων, λύκων, άρκτων ή τράγων και τραγουδούσαν, χλεύαζαν και ξόρκιζαν τα πονηρά πνεύματα, που ανέβαιναν τέτοιες μέρες στη γη για να βλάψουν τους ζωντανούς. Με διαφορετικές αμφιέσεις και εξαρτήματα, με διάφορες ονομασίες και επί μέρους χαρακτηριστικά, αλλά πάντα την ίδια χρονική περίοδο και με ίδιο σχεδόν περιεχόμενο δράσης, εντοπίζονται σε πολλές περιοχές της Μακεδονίας, αλλά και στον Μικρασιατικό χώρο, στον Πόντο και στη Θράκη.
Τους συναντούμε ως «Ρουγκατσάρηδες» στην περιοχή του Σουφλίου, το διήμερο των Χριστουγέννων, όπου άντρες υποδύονται το γαμπρό και τη νύφη σ’ έναν εικονικό γάμο και στη συνέχεια τραγουδάνε τα κάλαντα και μοιράζουν ευχές.
Ως «Ρογκατσάρια» και «Λουκατσάρια» στις περιοχές των Γρεβενών και της Ελασσόνας, οργανωμένους σε ομάδες φουστανελοφόρων να γυρίζουν σε γειτονικά χωριά, να τραγουδούν και να χορεύουν. Αν τύχαινε να συναντηθούν ομάδες μεταμφιεσμένων, δίνονταν πραγματικές μάχες για το ποια θα δηλώσει υποταγή και θα αποχωρήσει.
Ως «Ραγκουτσάρια» στην Καστοριά και «Μπουμπουσιάρια» στη Σιάτιστα, γνωστά στο πανελλήνιο για τη μεγάλη συμμετοχή κόσμου σ’ αυτά και για τη μεγάλη ποικιλία μουσικής, χορών και θεμάτων που αναπαριστούν.
Στον Πόντο κυριαρχούσαν τα «Μωμοέρια» και οι «Μωμόγεροι», ομάδες μεταμφιεσμένων που έδιναν διάφορες παραστάσεις με επίκαιρα θέματα. Οι παραστάσεις αυτές έκλειναν πάντα με το δρώμενο της ζωής και του θανάτου.
Για την προέλευση της λέξης «Ρουγκάτσια», «Ρογκατσάρια» ή «Ραγκουτσάρια», υπάρχουν διάφορες εκδοχές, με πιθανότερη την άποψη του Νικολάου Πολίτη που θεωρεί οι όροι αυτοί προέρχονται από το λατινικό ουσιαστικό rogatio, παράγωγο του λατινικού ρήματος rogo, που ερμηνεύεται ως απαιτώ, αξιώνω να μου δώσουν κάτι για τον κόπο μου.
Οργανωμένη μεταμφίεση των ημερών ήταν και οι Ρουσαλήδες, ή τα Ρουσάλια, που τους συναντούμε ως τοπικό έθιμο σε χωριά γηγενών κατοίκων των περιοχών Έδεσσας, Αλμωπίας και Γιαννιτσών. Μόνο στο όνομα διαφέρουν από τα «Ρουγκάτσια» του Ρουμλουκιού. Ο τρόπος της συγκρότησης και της δράσης τους είναι σχεδόν ίδιος. Ήταν φουστανελοφόροι με σπαθιά, κατά ομάδες 12 συνήθως ατόμων με αρχηγό, οι οποίοι γύριζαν στα περίχωρα, χορεύοντας και συγκέντρωναν αφιερώματα και χρήματα για μοναστήρια και εκκλησίες της περιοχής.
Για την προέλευση και την ετυμολογία του όρου «Ρουσάλια» δεν υπάρχει εξακριβωμένη θεωρία ή σχετική μελέτη. Υπάρχουν δύο εκδοχές τις οποίες συνέλεξα και κατέγραψα από αφηγήσεις παππούδων και γιαγιάδων της περιοχής μας:
α) Στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, η λέξη ρόσα (από το λατινικό ros – roris) σημαίνει δροσιά. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή Ροσαλία ή Ρουσαλία σημαίνει ο δροσερός, ο νεαρός, ο ρωμαλέος άνδρας, το παλικάρι.
β) Κατά τη δεύτερη άποψη το έθιμο προέρχεται από τη Ρωσία και οι Ρουσαλίες ήταν Ρώσοι ξανθοί άνδρες, οι οποίοι περιφέρονταν μεταμφιεσμένοι τις άγιες ημέρες.
Τη δεύτερη εκδοχή απορρίπτει ο Νικόλαος Πολίτης ο οποίος ισχυρίζεται ότι οι τελετές των Ρουσαλίων, πέρασαν από τους Βυζαντινούς στους Σλάβους και έδωσαν αφορμή στη γέννηση της Ρουσάλκα, της φοβερής νεράιδας Ρώσων και Βουλγάρων.
Οι «Μέτσκες» της Έδεσσας
Τα τελευταία χρόνια παρακολουθούμε στην Έδεσσα το βράδυ της Παραμονής των Χριστουγέννων το γραφικό έθιμο «Μέτσκες» (Αρκούδες) από τον ομώνυμο σύλλογο. Νέοι μεταμφιεσμένοι σε αρκούδες (μέτσκες) και αρκουδιάρηδες, με επικεφαλής μουσική κομπανία, χορεύουν ξέφρενα στους δρόμους της πόλης, με αστεϊσμούς, πειράγματα, ευχές και πολύ κέφι.
Όπως ισχυρίζονται τα μέλη του, πρόκειται για αναβίωση παλιού εθίμου της περιοχής. Επειδή όμως δεν υπάρχει καμία αναφορά ή καταγραφή του από παλιές εφημερίδες της Έδεσσας και δεν περιγράφεται από κανέναν Εδεσσαίο λαογράφο, το πιθανότερο είναι ότι πρόκειται για έθιμο εισαγόμενο, φερτό από γειτονικές βαλκανικές χώρες.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
-
Η Αγρυπνία των Χριστουγέννων στην Ιερά Μονή Αγίου Ιλαρίωνος Προμάχων
25 Δεκεμβρίου 2024 -
Αλμωπός: Συγχαρητήριά στον Πέτρο Τσαρκνιά που θριάμβευσε
24 Δεκεμβρίου 2024 -
Κάλαντα στην Περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας
24 Δεκεμβρίου 2024
ΣΧΟΛΙΑ