«Η απογοήτευση είναι κακό πράγμα. Βολεύει την εξουσία»
Είναι ένα βιβλίο που συναντάει τον συγγραφέα του μικρό στο χωριό του, τον Άγιο Γεώργιο της Ιστιαίας, και τον ακολουθεί σε συναντήσεις, εμπειρίες, διαβάσματα και βουτιές μπρος-πίσω στη μνήμη.
Συνέντευξη | Δημήτρης Παπαχρήστος, Συγγραφέας, Εκφωνητής του Πολυτεχνείου Με αφορμή το πιο πρόσφατο βιβλίο του «Αχ! Μουρλοσκοτωμένο» (εκδ. Τόπος) σταχυολογούμε από μια κουβέντα που κράτησε τρεις ώρες την ουσία σκέψεων όπως αυτή που μοιράζεται ο συγγραφέας, ποιητής και βέβαια εσαεί «εκφωνητής του Πολυτεχνείου», όταν λέει «εμένα η καλύτερη “βιβλιοθήκη” μου ήταν η ίδια η ζωή μου»
«Δεν ξέρω πώς να το ονομάσω. Αν είναι βιογραφία, αν είναι βιωματικό, αν είναι μυθιστορία, δεν ξέρω. Αυτό το βιβλίο όμως είναι η γλώσσα και η ψυχή της ύπαρξής μας, μπορεί να το έχω γράψει εγώ, αλλά αφορά όλους μας. Είναι σα να μιλάω για τον καθένα μας», λέει ο Δημήτρης Παπαχρήστος σε μια συζήτηση που κράτησε ώρες - κι αυτό εδώ είναι ένα απόσταγμα. Και πραγματικά πώς να το «βαφτίσεις» το πιο πρόσφατο βιβλίο του (που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Τόπος»);
Είναι ένα βιβλίο που συναντάει τον συγγραφέα του μικρό στο χωριό του, τον Άγιο Γεώργιο της Ιστιαίας, και τον ακολουθεί σε συναντήσεις, εμπειρίες, διαβάσματα και βουτιές μπρος-πίσω στη μνήμη. Ένα βιβλίο όπου η αφήγηση διασταυρώνεται με πρόσωπα όπως ο Βελουχιώτης ή ο Σαρτρ. Ή ο Πάμπλο, ο Γλέζος κι ο Σάντας και η Μελίνα, ο Δαμιανός, ο Καστοριάδης κι ο Κοροβέσης, ο Κούνδουρος, ο Βούλγαρης, ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Κατράκης και πόσοι ακόμα, αγωνιστές και καλλιτέχνες και άνθρωποι του πνεύματος και ισότιμα οι απλοί άνθρωποι του χωριού, εκεί πίσω στη δεκαετία του ‘60. «Μια αφήγηση/ταξίδι ζωής, από τη φωτεινή Εύβοια μέχρι τον ζόφο της δικτατορίας κι έπειτα το δίβουλο τοπίο της Μεταπολίτευσης και τα κατοπινά χρόνια της κατανάλωσης, της υποτέλειας και της επικήρυξης των ελπίδων», περιέγραψε η Πέπη Ρηγοπούλου αυτή την κατάθεση που φτάνει αλλά δε μένει στα γεγονότα του Πολυτεχνείου και σε όσα ακολούθησαν. Που μένει όμως στην ουσία των πραγμάτων και σε όσα οδήγησαν τον Παπαχρήστο εκεί...
● Κι ο τίτλος αυτού «Αχ! Μουρλοσκοτωμένο»! Γιατί;
Όλοι μου έλεγαν τι είναι αυτό που λες; Ή γιατί δεν το ονομάζεις έτσι ή αλλιώς; Λέω, έτσι με έλεγε η μάνα μου από μικρό παιδί. «Αχ! Μουρλοσκοτωμένο»...
● Δεν είναι τρομερό ότι αυτό σε καθόρισε; Και «μουρλό» και παραλίγο σκοτωμένο…
Είναι αλήθεια. Η μάνα μου, που «έφυγε» πριν από τρία χρόνια, 103 χρόνων παρακαλώ, αν και ήταν αγράμματη, είχε μια μνήμη τέτοια που εγώ δεν έχω. Και μου έλεγε, «αχ, αφού σ’ το έχω πει, βρε μουρλοσκοτωμένο. Να! Τίποτα δεν θυμάσαι; «Το αρχοντόπουλο Γιαννάκης είχε πλούτη περισσά, είχε γάντια, είχε γούνες, περισσά καπέλα έξι….». «Τι είναι αυτό;» τη ρώταγα. Θυμόταν απέξω 600 στροφές παρακαλώ, ένα ποίημα που ‘χε μάθει το 1924 στο σχολείο και μέχρι να πεθάνει την έβαζα να το λέει όλο.
● Και θυμόταν τους στίχους;
Και μόνο αυτό; Αμ τα τραγούδια που είχε φέρει ο πατέρας της από την Αμερική όταν ήρθε να πολεμήσει για τη Μακεδονία και έγινε φραγκοράφτης; Όλοι νομίζανε ότι εγώ κατάγομαι από καμιά πλούσια οικογένεια με βιβλιοθήκες και σαλόνια. Αλλά η καλύτερη «βιβλιοθήκη» μου ήταν η ίδια η ζωή μου. Ήταν τα καφενεία του χωριού μου. Το χωριό μου είχε τρεις κατηγορίες προσφύγων: Πόντιους, Μικρασιάτες, Καππαδόκες. Καθόμουν παιδάκι και τους άκουγα. Μιλάγανε ποιητικά και φιλοσοφικά χωρίς να ξέρουν οι άνθρωποι - αγράμματοι ήταν. Αυτά ήταν για μένα παρακαταθήκη που την ανακάλυψα μετά και που τώρα τη βλέπω να αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου και σε κάθε μορφή εξουσίας. Αυτή τη μνήμη κουβαλάω και σ’ αυτό το βιβλίο βγήκαν πολλά απ’ αυτά. Και κάτι ακόμα: Για μένα η ποίηση είναι πάνω απ’ όλα. Υπερβαίνει και τη λογική, και την τεχνολογία, και την επιστήμη, και τη φιλοσοφία.
● Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια ήπια αλλά ύπουλη απόπειρα αποδόμησης της ιστορίας του Πολυτεχνείου.
Δεν είναι τα τελευταία χρόνια αυτό, είναι από την πρώτη στιγμή. Δεν το χώνεψαν αυτό, δεν το άντεξαν. Αφού έλεγαν ότι στο Πολυτεχνείο δεν είχαμε νεκρούς. Ότι κάτι «τσογλάνια» μπήκαν μέσα, κάτι «αναρχοκομμουνιστές» που έκαναν βανδαλισμούς. Αν άκουγες τι έλεγε ο Ζουρνατζής εκείνο τον καιρό που έδειχνε κιλότες και καπότες για να πει δήθεν ότι κάναμε όργια… Από την πρώτη στιγμή έγινε αυτό, επί χούντας ακόμα. Έλα όμως που μετά ήρθε η Μεταπολίτευση και με την τραγωδία της προδοσίας της Κύπρου έπεσε στα μαλακά. Αλλά αν δεις τη φωτογραφία του Καραμανλή να τον ορκίζει ο Γκιζίκης καταλαβαίνεις γιατί από το ’74 φτάσαμε μέχρι εδώ. Όλα και όλοι έπεσαν στα μαλακά. Σώθηκαν και οι φασίστες και οι βασανιστές. Μιλάω εξ ονόματος των φίλων και των συντρόφων μου, αλλά μιλάω και για τους νεκρούς μας. Στο δικό τους όνομα δεν μπόρεσα ποτέ να γίνω ό,τι μου πρότειναν. Κράτησα καθαρή τη συνείδηση και την πολιτική μου άποψη.
Αρνήθηκα και υπουργός να γίνω και υποψήφιος να κατέβω. Δεν εκμεταλλεύτηκα, όχι τον εαυτό μου, αλλά ό,τι ζήσαμε. Γιατί δεν ανήκει αυτό σε μένα. Δεν μου αρέσουν οι ήρωες, ούτε οι ήρωες του Πολυτεχνείου. Καλά το είπε ο Ρίτσος.
● Ναι, αλλά διαβάζουμε κατά καιρούς, τέτοιες μέρες, υποδείξεις αρθρογράφων να σταματήσουμε να υποδεχόμαστε την επέτειο του Πολυτεχνείου γιατί «πόσο θα κρατήσει αυτό»…
Τους ενοχλεί. Και τους Αμερικανούς τους ενοχλεί, πάρα πολύ. Λένε -και μου το έχουν πει και υπουργοί από το ΠΑΣΟΚ και διάφοροι άλλοι- «Γιατί γιορτάζεται το Πολυτεχνείο; Είναι η μοναδική διαδήλωση σε όλο τον κόσμο που έρχεται μπροστά στην αμερικανική πρεσβεία». Κάποιοι πρότειναν να πηγαίνει η πορεία στη Βουλή. Λέω «δε θέλετε να πηγαίνουμε να προσκυνήσουμε και στο Μοναστηράκι;» Καταλαβαίνεις όμως τι κουβαλάει αυτό; Τα συνθήματα «Έξω το ΝΑΤΟ», «Έξω οι Αμερικανοί», «Κάτω ο ιμπεριαλισμός», «Λαοκρατία», όπως φωνάζαμε τότε. Και «απόψε πεθαίνει ο φασισμός», «Ή τώρα ή ποτέ»…. Ούτε και μεις που τα ζούσαμε δεν είχαμε την αίσθηση της ιστορικότητας που σήμερα τη χρησιμοποιούν και όσοι έχουν την εξουσία. Ε, δεν μπόρεσαν όμως το Πολυτεχνείο να το διαβάλουν και να το εκμεταλλευτούν. Είναι η τελευταία αντίσταση στo DNΑ, στην ψυχή, στο πνεύμα μιας χώρας που τα χάνει κι αυτά σιγά σιγά.
● Για μας τις αρκετές επόμενες γενιές, το Πολυτεχνείο ήταν ορόσημο. Παραμένει για τα σημερινά παιδιά;
Ναι, γιατί το έχουν ανάγκη. Νοσταλγούν κάτι που δεν έζησαν και που τα πάει μπροστά. Έχω γυρίσει όλα τα σχολεία σ’ όλη την Ελλάδα. Δημοτικά, Γυμνάσια, Λύκεια, Πανεπιστήμια. Αυτή είναι η αναφορά τους. Σε παγκόσμιο επίπεδο το Πολυτεχνείο είναι ορόσημο του φοιτητικού, νεολαιίστικου κινήματος.
● Τι σου λέει λοιπόν τώρα που έβαλαν αστυνομία στα Πανεπιστήμια;
Ωχ, ωχ. Αν διαβάσεις το βιβλίο, θα καταλάβεις τι γινόταν εκεί μέσα με το Σπουδαστικό της Ασφάλειας. Τους ξεπεράσαμε. Τους βλέπαμε και φοβόντουσαν αυτοί αντί να φοβόμαστε εμείς. Η χούντα δεν έπεσε. Έπεσε στην αγκαλιά αυτών που την εξέθρεψαν. Πήρε άλλα χαρακτηριστικά και πολιτικά ονόματα.
● Έχεις απογοητευτεί; Με όλο όσα ζούμε;
«Τότε», μου λένε νέα παιδιά, «είχατε μια χούντα και ξέρατε τι να πολεμήσετε. Τώρα έχουμε πολλές χούντες. Τι να πρωτοπολεμήσουμε;». Όμως, η απογοήτευση είναι κακό πράγμα. Βολεύει την εξουσία. Κι όποιος αγωνίζεται δεν έχει καιρό να απογοητευτεί.
● Τις βλέπεις ακόμα εκείνες τις βραδιές, Νοέμβρη του ‘73, στον ύπνο σου, Δημήτρη;
Δεν είναι αν τις βλέπω στον ύπνο μου. Μου λείπουν και οι άνθρωποι που έφυγαν. «Πατέρα, έλεγες τότε και για Μαραθώνα και για το ’21 και για το ’40. Τι δουλειά είχαν με το Πολυτεχνείο;», με ρώτησε κάποτε το παιδί μου. Του λέω: «Είναι συνέχεια. Απ’ αυτά τα ιστορικά ορόσημα που κάνουν περήφανο τον τόπο μας».
● Θα έπαιζες ακόμα τη ζωή σου κορόνα-γράμματα;
Τώρα περισσότερο. Γιατί έχω την αρρώστια της νιότης. Αυτή θα με κάνει να πεθάνω περήφανα. Μου το έλεγε ο Γλέζος αυτό και ο Σάντας ο αγαπημένος μου. Όταν παιζόταν το θεατρικό μου έργο «Νηρέας ο Βάρας», είχε έρθει να το δει η Λούλα Αναγνωστάκη. Τη χαιρέτησα φοβισμένα και λίγο ταπεινά και μου λέει: «Εσύ δεν είσαι εκφωνητής του Πολυτεχνείου, είσαι ο ξεφωνητής μας. Πήρες ό,τι κάναμε και κουβάλησες τη γλώσσα μας...». Είμαι περήφανος.
● Ταυτόχρονα είσαι εσαεί και ο «εκφωνητής του Πολυτεχνείου» όμως…
Αυτό είναι κάτι που από τη μια με κάνει περήφανο κι από την άλλη -κι είμαι ο μόνος που μπορεί να το πει- με καπελώνει. Μου σβήνει 25 βιβλία που έχω κάνει, θεατρικά, μυθιστορία, ποίηση... Μου παίρνουν συνέντευξη και λένε «ο εκφωνητής του Πολυτεχνείου», δε λένε «ο συγγραφέας». Πολλές φορές γελάω και σκέφτομαι «ναι, ίσως εκείνο να είναι το καλύτερό μου “βιβλίο” ρε».
● Άλλωστε, η φωνή σου από εκείνη τη βραδιά έχει περάσει στο DNA μας...
Ίσως γιατί βγήκε με πλήρη συνείδηση του θανάτου. Την κοπελιά μου την είχαν πάρει και τη βγάλαν έξω, είχαμε νεκρούς, βρέθηκα σε μια τέτοια υπέρβαση και έξαρση που ενώ λένε «καλά, δεν φοβόσασταν;», όταν βρέθηκα μπροστά στην πύλη με τα τανκς απέναντι, τα παιδιά πάνω στα κάγκελα, τα κορίτσια περισσότερο, οι μπάτσοι απ’ έξω, οι φαντάροι με τα όπλα, είδα τη δύναμή μας. Όταν τα φώτα είναι πάνω μας, όταν βλέπω τον Κυριάκο, πέθανε γαμώτο, τον Σταμέλο, τον Λαλιώτη απ’ έξω και ακούω «ο στρατός δεν διαπραγματεύεται» και είμαστε από πίσω, την ώρα που έμπαινε το τανκς και χτύπαγε τα κάγκελα, ήμασταν από πίσω και τα χέρια μας ακουμπούσαν πάνω στις ερπύστριες, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν φοβόμασταν. Το ότι μοιραστήκαμε τον φόβο έγινε η δύναμή μας για να τον υπερβούμε. Οι συνθήκες φτιάχνουν τους ήρωες.
● Πώς βλέπεις την Αριστερά σήμερα;
Αρχίζει να στραγγίζει. Μπήκε σε μια λογική διαχείρισης της πολιτικής μέσα στο σύστημα, ενώ η Αριστερά είναι για την ανατροπή του συστήματος, για να φτιάξει τον κόσμο που ονειρεύεται. Εμένα με τρέφει το πείσμα. Θυμάμαι όταν με βασάνιζαν και μου ζήταγαν να απολογηθώ κι εγώ έλεγα για τον Όμηρο, «η Ελλάδα έχει θεό τον Όμηρο και η ποίηση είναι η θρησκεία». Ένα παιδί 22 χρονώ. «Α, θέλεις να γίνεις αδερφή ποιητής ρε;» μου έλεγαν. Σμαΐλης, Μπάμπαλης, Καραπαναγιώτης και ’γω να είμαι 22 χρονώ. Έκανα το λάθος να πω «μη τα μαλλιά μου», η αδυναμία, η ομορφιά μου. Μου τα ξερίζωσαν. Σερνόμουν κάτω, τα μάζευα και τα έβαζα στην τσέπη μου. Αυτή η χώρα έχει περάσει και χειρότερα, εγώ λέω τα δικά μου.
● Τελειώνεις την αφήγησή σου στο Πολυτεχνείο. Θα γράψεις κάποτε τη συνέχεια;
Όλοι αυτό μου λένε. Έχω σταματήσει στον Φλεβάρη του ’73 όταν μας στράτευσαν… και επειδή έχω γράψει και άλλο βιβλίο που έχει να κάνει με τα ημερολόγιά μου από τον στρατό και έχω μιλήσει πολλές φορές για το Πολυτεχνείο, θέλω να βρω κάτι που το έγραψα μετά, όταν κρυβόμουν, μετά το Πολυτεχνείο, και είναι 80 σελίδες σε χαρτί. Μιλάω εντελώς ζωντανά για το τι συνέβη και κάπου υπάρχει στο σπίτι μου. Έχουν έρθει δύο εκδότες σπίτι μου. «Ψάξε να το βρεις». Δεν θα κάνω τίποτα για το Πολυτεχνείο αν δεν βρω αυτό το κείμενο.
● Παραμένεις μουρλοσκοτωμένο;
Ναι, παραμένω και δε γίνεται αλλιώς, γιατί διαφορετικά θα είναι ξεφτίλα για τα παιδιά που θα έρθουν. «Α, και αυτός βρε;» θα πουν. Γιατί έχουν συμβεί και αυτά με ορισμένους που είτε αλλαξοπίστησαν είτε άλλαξαν. Όχι, εγώ δε γίνεται. Είναι χρέος στους νεκρούς μας, χρέος και σε όσους θα έρθουν.
πηγή: efsyn.gr (Ναταλί Χατζηαντωνίου)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
-
Κατεδάφιση Δημοτικού κτηρίου στην Αριδαία
22 Νοεμβρίου 2024 -
Απίστευτη ταλαιπωρία για την εθνική
22 Νοεμβρίου 2024
ΣΧΟΛΙΑ