close search results icon

Είδαμε το «Poor things» του Γιώργου Λάνθιμου (κριτική)

Μια πρώτη αποτίμηση της ταινίας η οποία προβάλλεται στις αίθουσες από τις αρχές του χρόνου*.

Είδα με αρκετή έκπληξη και γόνιμο παραξένισμα το τελευταίο, βραβευμένο –με τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία και με 7 υποψηφιότητες για Χρυσές Σφαίρες– φιλμ του Γιώργου Λάνθιμου, «Poor Things». Πρόκειται για τη διασκευή που έκανε σε ένα μπέστ σέλερ μυθιστόρημα με τον ίδιο τίτλο, γραμμένο από τον Σκωτσέζο Άλισντερ Γκρέι [Alasdair Gray], το οποίο κυκλοφόρησε το 1992. Για δεύτερη φορά ο Γιώργος Λάνθιμος συνεργάζεται με τον σεναριογράφο Τόνι ΜακΝαμάρα, μετά την «Ευνοούμενη», στη διασκευή του βιβλίου του Άλισντερ Γκρέι.

Η ιστορία διαδραματίζεται στην Αγγλία, στη Λισαβόνα, στην Αλεξάνδρεια και στο Παρίσι στη δεκαετία του 1880 και περιγράφει τις διασταυρούμενες ερωτικές ζωές δύο γιατρών, μιας γυναίκας (Έμα Στόουν) και ενός δικηγόρου, γόη και κατοπινού εραστή της κοπέλας (Μαρκ Ράφαλο). Ο γηραιότερος (Γουίλιαμ Νταφόε), παραμορφωμένος από τον χειρούργο πατέρα του κι εμπειρότερος από τους δύο πειραματιζόμενους γιατρούς, ως νέος Φρανκενστάιν, έχει αναδημιουργήσει το νεκρό σώμα της, ζωντανεύοντάς το και καθιστώντας το όμορφο και ποθητό, χρησιμοποιώντας τον άθικτο εγκέφαλο του μωρού που κυοφορούσε.

Η ωραία γυναίκα είχε προηγουμένως αυτοκτονήσει προκειμένου να απελευθερωθεί από τον κακοποιητικό κι αυταρχικό, αξιωματικό άντρα της και την «ανασταίνει» με επιστημονικό τρόπο ο έμπειρος χειρουργός. Μεταμοσχεύει στο κρανίο της τον εγκέφαλο του εμβρύου που κυοφορεί και την επαναφέρει στη ζωή, αναπλάθοντας μία όμορφη και γοητευτική ερωτομανή, η οποία επιστρέφει στη ζωή με μυαλό παιδιού που μυρίζει, νιώθει για πρώτη φορά τους ανθρώπους και τον κόσμο και αργότερα αυνανίζεται και ερωτοτροπεί οργασμικά με το άλλο και το ίδιο φύλο...

screenshot-19-dMFaZ.png


Ο Λάνθιμος διανύει εδώ και αρκετά χρόνια μια νέα περίοδο στη διεθνή φιλμογραφία του, εισάγοντας περισσότερα gothic, παράλογα, σκωπτικά, σουρεαλιστικά και φουτουριστικά στοιχεία παρωδίας και περιπέτειας, με την ευρεία έννοια, στις ταινίες του. Τα φιλμ του έχουν συνήθως ένα κοινωνικό και υπαρξιακό υπόβαθρο, από τον «Κυνόδοντα» (2009) έως την «Άλπεις» (2011), τον «Αστακό» (2015), το «O θάνατος του ιερού ελαφιού» (2017) έως το Η ευνοούμενη» (2018) και το τωρινό «Poor Things».

Το προηγούμενό του project, που δεν υλοποιήθηκε, εμπνευσμένο κι αυτό από ένα μυθιστόρημα, το «The Hawkline Monster» του Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν, ένα γκόθικ ουέστερν που κυκλοφόρησε το 1974, παρουσίαζε κι αυτό, σκοτεινά, σαρκαστικά, gothic, περιπετειώδη, σουρεαλιστικά, χιουμοριστικά, φουτουριστικά και σατιρικά στοιχεία. Επόμενη ταινία του το «And ή Kind of Kindness» (2024), που –προσοχή– έχει ήδη γυριστεί και βρίσκεται στη φάση του post production, σε σενάριο φτιαγμένο πάλι με τον «παλιό» Ευθύμη Φιλίππου, ξανά με την Έμα Στόουν και τον Νταφόε, με τον Τζέσε Πλίμονς και την Χάντερ Σέιφερ, και με διευθυντή φωτογραφίας πάλι τον υποψήφιο για Όσκαρ, Ιρλανδό Ρόμπι Ράιαν. Σ' αυτό το ιδιότροπο μείγμα που έχει συλλάβει και φτιάξει ο Γιώργος Λάνθιμος, έχει μπορέσει να κάνει βαθμιαία μια σύνθεση κάπως εμπορικού, θεαματικού και σχετικά αβανταδόρικου για το ευρύ κοινό, σινεμά, με έναν κινηματογράφο προσωπικό, ιδιαίτερο, καλλιτεχνικό και με σφραγίδα ιδιοσυγκρασιακού δημιουργού, που επιμένει στον μοναχικό και ιδιαίτερο δρόμο του.

Η ταινία «Poor Things» περιγράφει, ουσιαστικά, την πορεία μάθησης, ωρίμανσης, ανεξαρτητοποίησης και ολοκλήρωσης της σεξουαλικής και κοινωνικοπολιτικής (αυτο)εκπαίδευσης της νεαρής Μπέλας. Μιας γυναίκας που θα μπορούσε να είναι τόσο σημερινή, όσο και του μέλλοντος, και που μετατρέπεται λίγο λίγο σε αυτονομημένο άνθρωπο, σε φιλήδονη κι ελευθέρια φεμινίστρια – θεραπαινίδα του σεξ, του έρωτα, της γνώσης, της κοινωνικής αλληλεγγύης και της ανθρώπινης συνείδησης.

Το ακραίο εγχείρημα αρχικά μας αποσταθεροποιεί κάπως σεναριακά, αφηγηματικά και σκηνοθετικά, ιδίως στην ασπρόμαυρη εισαγωγή του, καθώς και με τη χρήση των ολοένα μεταβαλόμενων, ευρυγώνιων φακών α λα Όρσον Γουέλς και Κιούμπρικ.

Ο Λάνθιμος μας προτείνει δηλαδή τον αλληγορικό μύθο της πορείας μιας γυναίκας προς την αυτονομία, η οποία αποκτά συνείδηση και χειραφετείται χάρη στις καινούργιες, ραγδαίες εμπειρίες της, ερωτικές, γυναικείες, ψυχικές, κοινωνικές, ακόμη και πολιτικές, χάρη στα ηδονικά, σκαμπρόζικα ή οδυνηρά, σαρκικά, ηθικά, διανοητικά και ιδεολογικά ερεθίσματά της. Η αδέξια, σπαστική μαριονέτα μεταμορφώνεται σε ένα μοντέρνο, γυναικείο, σεξουαλικό πλάσμα που μετατρέπεται έτσι σε έναν θηλυκό, μπουνιουελικό, άγγελο εξολοθρευτή ή μια μπουνιουελική εκπαιδευόμενη Τριστάνα. Από αθώο παιδάκι γίνεται κοπέλα που διψά για μάθηση, μετά για ηδονή και οργασμούς, κατόπιν γνωρίζει τον κόσμο και την κοινωνία, γίνεται πόρνη μαθαίνοντας τις διαστροφές και τα βίτσια, και κατόπιν επιχειρεί να επιστρέψει στην αρχή, εκεί από όπου ξεκίνησε και δραπέτευσε, αυτοκτονώντας, στον γάμο της με έναν πατριαρχικό σύζυγο, για να τον ανατρέψει οριστικά και πλήρως…

screenshot-18-kL2l1.png

Το ακραίο εγχείρημα αρχικά μας αποσταθεροποιεί κάπως σεναριακά, αφηγηματικά και σκηνοθετικά, ιδίως στην ασπρόμαυρη εισαγωγή του, καθώς και με τη χρήση των ολοένα μεταβαλόμενων, ευρυγώνιων φακών α λα Όρσον Γουέλς και Κιούμπρικ. Η ταινία μοιάζει με ιδιαίτερη, παλαβή, ευφάνταστη εξτραβαγκάντσα, που σε λίγο ξεχωρίζει για τα μαγευτικά χρώματά της, την απίθανη, πλουμιστή εικονοπλαστική πανδαισία της, τη δηκτικότητα των ειρωνικών παρατηρήσεών της, το σαρδόνιο χιούμορ και το παιχνιδιάρικο, γλυκόπικρο χαρμάνι –σε πικάντικη, λεπτή ισορροπία– έντονων μομφών και κομψών, χαριτωμένων χαδιών προς το απεικονιζόμενο αισθητικό-νοηματικό σύνολο.

Εντάξει, ο σκηνοθέτης και εικαστικός Λάνθιμος που παίζει με τις φόρμες το παρακάνει, μα δεν παύει να μας διασκεδάζει και εντυπωσιάζει με τις στυλιστικές, μορφοπλαστικές λύσεις του, σε μια παροξυστική, φαντασμαγορική παραβολή ποπ, πανκ, γκόθικ και γκροτέσκας αισθητικής... Φτιάχνει ένα έργο που είναι, παράλληλα, τρελό παραμύθι, φάρσα, μπαρόκ ταινία εποχής (της βικτωριανής Μεγάλης Βρετανίας), παράλογη κωμωδία και τελικά ένα αφάνταστο, φεμινιστικό, κοινωνικοπολιτικό φιλμ που σκέφτεται το metoo και άλλα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής μας.

πηγή: bookpress.gr - Θόδωρος Σούμας 



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

ΣΧΟΛΙΑ