Μήπως ήρθε (επιτέλους) η στιγμή Τουρκία να αναγνωρίσει τα εγκλήματά της;
Η αναγνώριση της Γενοκτονίας βρίσκει αναρίθμητα και συνεχή εμπόδια από μηχανισμούς απόκρυψης της αλήθειας.
Τέτοιες ώρες του 1922, ημέρα του Σταυρού για την Ορθοδοξία, ημέρα Σταύρωσης για τον Ελληνισμό, γραφόταν ο τραγικός επίλογος μίας από τις πιο βάρβαρες πράξεις που γνώρισε η ιστορία της ανθρωπότητας. Της Γενοκτονίας εναντίον του Ελληνισμού.
Η Γενοκτονία εναντίον του Ελληνισμού που ζούσε στο Οθωμανικό κράτος, στο καθεστώς των Νεότουρκων μετά το 1908 και μετά το 1918 στο καθεστώς του Κεμάλ το προσχεδιασμένο, οργανωμένο και συστηματικό έγκλημα εναντίον του Ελληνικού έθνους, έχει πολλές όψεις και αφορά τη μνήμη των θυμάτων, τους διασωθέντες και τους απογόνους των θυμάτων, την Ελληνική Δημοκρατία, την Τουρκία και τη διεθνή κοινότητα. Το Ελληνικό έθνος για δύο και πλέον δεκαετίες υπέστη τη βαρβαρότητα των κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών της οθωμανικής αυτοκρατορίας, της Επιτροπής «Ένωσης και Πρόοδος» των Νεότουρκων και εν τέλει του καθεστώτος του Μουσταφά Κεμάλ, μηχανισμοί οι οποίοι δολοφόνησαν, βίασαν, κατακρεούργησαν και αφαίρεσαν τη ζωή πάνω από ένα εκατομμύριο Ελλήνων, προσφυγοποιώντας πάνω από ενάμιση εκατομμύριο .
Η πρώτη φάση της Γενοκτονίας ξεκινά το 1908 και κρατά μέχρι την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η άνοδος των Νεότουρκων στην εξουσία δημιούργησε τις συνθήκες για την έναρξη των μαζικών διωγμών. Η δεύτερη περίοδος ξεκίνησε το 1914 και κρατά μέχρι το 1918, όταν η παγκόσμια σύρραξη κάλυψε τα εγκλήματα στο εσωτερικό της Τουρκίας.
Η περίοδος 1919-1924 αποτελεί την τρίτη, τελευταία και πιο έντονη φάση της Γενοκτονίας, όταν την εξόντωση των Ελλήνων αναλαμβάνει ο Μουσταφά Κεμάλ, ο δάσκαλος του Χίτλερ, κατά την ομολογία του αρχηγού της Ναζιστικής Γερμανίας.
Τον επίλογο του εγκλήματος αποτελεί ο ξεριζωμός των επιζώντων και έτσι έρχονται στην Ελλάδα τα τελευταία υπολείμματα της «εν ροή Γενοκτονίας» όπως ονομάστηκε.
Η εκρίζωση αυτή των Ελλήνων είναι από τα πρωτοφανή εγκλήματα στην ανθρώπινη ιστορία, η πρώτη Γενοκτονία του 20ου αιώνα και συνιστά τη βάση, το πρότυπο, το παράδειγμα και για άλλες Γενοκτονίες, εναντίον των Αρμενίων, των Ασσυρίων, το Ολοκαύτωμα, είναι η πρώτη απόπειρα ολοκληρωτικής εξαφάνισης ενός λαού, είναι μία ακόμη απόδειξη ότι το έγκλημα το οποίο δεν τιμωρείται, επαναλαμβάνεται.
Την ίδια στιγμή, το απαράγραπτο, όσο χρονικό διάστημα και εάν μεσολαβήσει έγκλημα της Γενοκτονίας, το οποίο αφορά μία σειρά από υποχρεώσεις του θύτη, εν προκειμένω της Τουρκίας, για αναγνώριση, αποκατάσταση, αποζημίωση, επανόρθωση, οι Τουρκικοί μηχανισμοί συνεχίζουν να το αρνούνται. Μάλιστα και ενώ οι μηχανισμοί άρνησης δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη για ό,τι συνέβη, υλοποιούν στο εσωτερικό και στο εξωτερικό μία σειρά από (προκλητικές) ενέργειες, οι οποίες αποτελούν Ύβρη, τιμώντας τους πρωτεργάτες της Γενοκτονίας (Μουσταφά Κεμάλ, Ταλαάτ, Ενβέρ και Τζεμάλ Πασά), χρηματοδοτώντας μηχανισμούς διαστρέβλωσης της ιστορίας και φτάνοντας σε φυλακίσεις, καταδίκες, ακόμη και σε δολοφονίες όσων αναδεικνύουν την αλήθεια και αμφισβητούν το καθεστωτικό αφήγημα.
Ταυτόχρονα η διεθνή κοινότητα παραμένει δεσμευμένη, πλην σημαντικών και τιμητικών εξαιρέσεων όπως ο Ρόμπερτ Μενέντεζ, η διεθνής κοινότητα συνεχίζει να σιωπά για οφέλη και συμφέροντα που παρεμποδίζουν το έργο της δικαιοσύνης, όπως συνέβη στο λιμάνι της Σμύρνης το 1922 και αμέσως μετά την τέλεση της Γενοκτονίας, όταν το αίτημα για δικαιοσύνη και μηχανισμούς αποτροπής επανάληψης του εγκλήματος δεν έγινε πράξη ποτέ.
Έτσι η αναγνώριση της Γενοκτονίας βρίσκει αναρίθμητα και συνεχή εμπόδια από μηχανισμούς απόκρυψης της αλήθειας, που αρνούνται την ευθύνη της Τουρκίας για το έγκλημα.
Η αλήθεια όμως δεν μπορεί να κρυφτεί, πόσο μάλλον σήμερα που η πρόσβαση στην πληροφορία και τη γνώση, δεν μπορεί να απαγορευτεί από ολοκληρωτικά καθεστώτα και ιδεολογίες, όπως αυτό της κατοχικής Τουρκίας. Έναν αιώνα και πλέον μετά τη Γενοκτονία, το αίτημα του Ελληνικού έθνους, αλλά και κάθε δημοκράτη πολίτη στην Τουρκία και σε όλον τον κόσμο, είναι η αναγνώριση της Γενοκτονίας και η υλοποίηση όλων των προβλεπόμενων από μία τέτοια πράξη.
Αναγνώριση η οποία είναι η επαλήθευση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του δικαίου και του πολιτισμού, είναι η πράξη αλήθειας και επιβεβαίωσης ότι υπάρχουν ακόμη θεσμοί και άνθρωποι που αρνούνται να δεχτούν όσα υποστηρίζουν οι προπαγανδιστές και οι κατευθυνόμενοι από την Τουρκία μηχανισμοί. Η αναγνώριση αφορά το μαζικό έγκλημα το οποίο επειδή δεν τιμωρήθηκε αποτέλεσε το παράδειγμα για το Ολοκαύτωμα («ποιος θυμάται τους Αρμένιους και τους Έλληνες» έλεγε ο Χίτλερ), ένα έγκλημα το οποίο επειδή δεν τιμωρήθηκε, επαναλαμβάνεται σήμερα με την άρνηση !
Το αίτημα για αναγνώριση της Γενοκτονίας που υπέστη το Ελληνικό έθνος είναι αυτονόητη υποχρέωση της Ελληνικής Δημοκρατίας και η συγκυρία απαιτεί την προώθηση της σχετικής πράξης προς την Τουρκία. Από την άλλη πλευρά η Τουρκία, αλλά και η διεθνής κοινότητα, δεν πρέπει να σιωπά ή ακόμη χειρότερα να συνηγορεί στο ψεύδος υιοθετώντας την Τουρκική προπαγάνδα. Η αναγνώριση της Γενοκτονίας αποτελεί προϋπόθεση για να υπάρξει αφενός Ελευθερία και Δημοκρατία στο τουρκικό εσωτερικό, αφετέρου είναι απαράβατος όρος για την αποκατάσταση των σχέσεων και της ειρήνης στην περιοχή, όπου λόγω της συνεχιζόμενης δράσης των ίδιων παλιών αλλά και των νέων δολοφονικών μηχανισμών, τα εγκλήματα συνεχίζονται. Άρα η Τουρκία, ακολουθώντας το παράδειγμα άλλων κρατών, όπως η Γερμανία, που σχεδίασαν και υλοποίησαν μαζικά εγκλήματα, οφείλει να παραδεχθεί την ευθύνη της για τη δολοφονία του Ελληνικού έθνους.
Παράλληλα, έχοντας γνώση από άλλους λαούς που υπέστησαν Γενοκτονία, έχοντας το παράδειγμά τους ότι αυτή τιμάται και με τα κεντρικά μνημεία Γενοκτονίας, όπου αποδίδονται από όλους οι ανάλογες τιμές, απαιτούμε από την Ελληνική Δημοκρατία τη δημιουργία του Εθνικού Μνημείου Γενοκτονίας. Μνημείο το οποίο μπορεί να λειτουργήσει για τους ευνόητους λόγους, σε ηθικό, διπλωματικό και ιστορικό επίπεδο, πρωταγωνιστικά για την ανάδειξη της Γενοκτονίας. Το εθνικό μνημείο για τη Γενοκτονία μπορεί να είναι η απαρχή ενός κύκλου διεθνών αναγνωρίσεων, αλλά και ευθύνης, ηθικής και χρέους έναντι των δολοφονημένων προγόνων μας.
Η Γενοκτονία και ιδιαίτερα η διεθνοποίησή της αποτελεί ένα σημαντικό ζήτημα το οποίο, παρά τα χαμένα χρόνια και την πολιτική και κρατική ολιγωρία αδιαφορία και απροθυμία κυριαρχεί ως αίτημα παγκοσμίως. Η ανάδειξη και διεθνοποίηση της Γενοκτονίας, αφορά όλον τον Ελληνισμό και θα πρέπει αποτελεί κυρίαρχο συστατικό στοιχείο της εθνικής εξωτερικής πολιτικής που σέβεται την ιστορία και την αλήθεια, δηλαδή τη μνήμη της.
Απαιτούμε την αναγνώριση της Γενοκτονίας, απαιτούμε τη δημιουργία του Εθνικού μνημείου για τη Γενοκτονία των Ελλήνων, για τη μνήμη των θυμάτων και για την καταδίκη της Τουρκίας, για την Αλήθεια και για τη Δικαιοσύνη!
Ο Θεοφάνης Μαλκίδης είναι διδάκτορας του Παντείου Πανεπιστημίου, μέλος της Διεθνούς Ένωσης Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών η οποία το 2007, αναγνώρισε τη Γενοκτονία των Ελλήνων, των Αρμενίων και των Ασσυρίων.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
-
Μια ζεστή αγκαλιά από τον Βαγγέλη Θωμά
20 Δεκεμβρίου 2024 -
Πληρωμές των αγροτικών επιδοτήσεων σε δικαιούχους αγρότες
20 Δεκεμβρίου 2024
ΣΧΟΛΙΑ