close search results icon

Ο αντικαπνιστικός νόμος με όρους πολιτισμού και ψυχανάλυσης

Η έννοια της «πολιτισμικής οικειότητας» μου διέτρεξε τον νου ενόσω σκεφτόμουν όλες τις προσπάθειες εφαρμογής του αντικαπνιστικού νόμου που έπεσαν στο κενό, με αφορμή την πρόσφατη «έκπληξη» του Θάνου Πλεύρη.

Δήμητρα Αθανασοπούλου*

Αν καταφέρουμε να αποποιηθούμε τις «απαγορευμένες» ενορμήσεις για το «καλό της κοινότητας», δεν θα χρειάζονται ούτε τσιγαρόσημα, ούτε πρόστιμα, ούτε κίνητρα smirting. Και κυρίως δεν χρειάζεται αστυνόμευση. Θα αρκεί η ενσυναίσθηση και η ηθική συνείδηση.

Στην «Πολιτισμική οικειότητα», ο Μάικλ Χέρτσφελντ γράφει για την ανάγκη των κρατών να απολογούνται μπροστά στις άλλες χώρες, ιδίως στο πολιτισμικό επίπεδο.

Ο καθηγητής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ αποδίδει αυτήν την ανάγκη στην «παγκόσμια ιεραρχία αξίας», μια υπάρχουσα πολιτισμική ιεραρχία όπου η Δύση προσδιορίζει τι είναι καλό και τι όχι για τον εκάστοτε τόπο.

Η έννοια της «πολιτισμικής οικειότητας» μου διέτρεξε τον νου ενόσω σκεφτόμουν όλες τις προσπάθειες εφαρμογής του αντικαπνιστικού νόμου που έπεσαν στο κενό, με αφορμή την πρόσφατη «έκπληξη» του Θάνου Πλεύρη.

Γιατί αυτός ο νόμος εφαρμόστηκε σε όλα τα δυτικά κράτη που τον υιοθέτησαν και όχι στην Ελλάδα; Γιατί να είμαστε και πάλι υπόλογοι για τη μη εφαρμογή ενός νόμου που θωρακίζει την ανθρώπινη υγεία; Ποιες είναι οι σημασίες του καπνίσματος στη χώρα μας και ποιες οι σημασίες μη συμμόρφωσης στους κανόνες;

Ας μιλήσουμε επιτέλους για το κάπνισμα και τον αντικαπνιστικό νόμο με όρους πολιτισμού και ψυχανάλυσης. Βάσει του αντικαπνιστικού νόμου το κάπνισμα απαγορεύεται σε όλους τους κλειστούς χώρους, συμπεριλαμβανομένων και των κέντρων διασκέδασης. Ο αντικαπνιστικός νόμος του 2002 στην Ελλάδα παρέμεινε από σχεδιασμού ανεφάρμοστος.

To 2009, αφότου διαπιστώθηκε πως η Ελλάδα είχε υψηλότερα ποσοστά καπνιστών στην Ευρωπαϊκή Ενωση ενώ άλλα κράτη –κατά κοινή ομολογία λιγότερο αναπτυγμένα– είχαν επιτύχει μείωση του ποσοστού των καπνιστών, πραγματοποιήθηκε μια ακόμα προσπάθεια αναμόρφωσης του εγχειρήματος. Μάταια. Ούτε το «smirting» –το smoking και flirting που πρότεινε η Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου σε μια προσπάθεια να βγάλει τους καπνιστές έξω από τα μπαρ με κίνητρο να συνδυάσουν κάπνισμα με φλερτ–, ούτε τα τσιγαρόσημα του Ανδρέα Λοβέρδου, ούτε οι προσπάθειες του Ανδρέα Ξανθού και του Βασίλη Κικίλια απέδωσαν καρπούς.

Γιατί έπρεπε να γίνει viral το τσιγάρο του Μπισμπίκη για να αντιδράσει το υπουργείο Υγείας; Σε ποιο σημείο του πολιτισμού βρισκόμαστε σήμερα όπου αδυνατούμε να σεβαστούμε εκείνους τους κανόνες που προστατεύουν την «κοινότητα ανθρώπων» στην οποία ανήκουμε;

Στην ελληνική κοινωνία, η συμμόρφωση στους κανόνες δεν μοιάζει να αποτελεί πλεονέκτημα. Η ελληνική κοινωνία μοιάζει με ένα παιδί που δεν έχει εσωτερικεύσει την απαγόρευση και δεν μπορεί να παραιτηθεί από την ικανοποίηση των οιδιπόδειων επιθυμιών του, ούτε να ταυτιστεί με το «κοινό καλό». Το πολιτιστικό υπερεγώ του Ελληνα, το οποίο δημιουργείται μέσα από την ταύτιση με τα πατρικά πρότυπα, μοιάζει να παραμένει ασχημάτιστο.

Σαν να μην έχει επιτευχθεί η υπαγωγή μας στον νόμο και την απαγόρευση, προϋπόθεση της οποίας θα ήταν η συμβολική παρουσία ενός πατέρα, η προστατευτική λειτουργία ενός ώριμου υπερεγώ. Σαν να μην έχει εμβαπτισθεί το ατομικό μέσα στο θεσμικό και στο συλλογικό και σαν να μην έχει συγκροτηθεί το «υποκείμενο του πολιτισμού», ικανό να ακροβατήσει ανάμεσα στην ικανοποίηση των ενορμήσεων και των συλλογικών αξιώσεων.

Το κάπνισμα στην Ελλάδα αναγείρει το ζήτημα της ατομικής ευθύνης και της ατομικής ελευθερίας, του δημόσιου καλού και της συλλογικής ευθύνης αλλά και της ταλάντωσης ανάμεσα στην ελευθερία και στην ασφάλεια. Γιατί δεν μπορούμε να ισορροπήσουμε ανάμεσα στην ενορμητική ικανοποίηση και τις πολιτισμικές προσταγές; Πώς μπορούμε να διαχωρίσουμε τις πρακτικές συλλογικού περιορισμού που προστατεύουν το άτομο από εκείνες που το «παραβιάζουν»;

Ο πολιτισμός επιβάλλει συχνά κάποιες καταναγκαστικές συνθήκες για το καλό της κοινότητας, διασφαλίζοντας την κοινωνική συνοχή και τη δημόσια ασφάλεια. Αυτό δεν γίνεται εύκολα αποδεκτό καθώς –όπως έχει επισημάνει και ο Ζίγκμουντ Φρόιντ– ο άνθρωπος είναι ευτυχισμένος όταν ικανοποιεί τις σεξουαλικές και επιθετικές ενορμήσεις του. Η πλήρης ατομική ελευθερία, όμως, καταλήγει κάποιες φορές να είναι ζημιογόνα για τους υπόλοιπους και ο ανθρώπινος πολιτισμός να κινδυνεύει εξαιτίας καταστροφικών ενορμήσεων, που μπορούν να διαλύσουν την πολιτιστική και την κοινωνική συνοχή.

Το κάπνισμα είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα. Καπνίζουμε γιατί έτσι μας αρέσει, αδιαφορώντας όχι μόνο για τη δική μας υγεία αλλά και για την υγεία των άλλων, σαν να έχει αφανιστεί μέσα μας κάθε αίσθημα ενσυναίσθησης που θα μας καθιστούσε υπεύθυνους για τις εύθραυστες ζωές μας. Υιοθετούμε δηλαδή συμπεριφορές που αψηφούν το δημόσιο καλό, υπακούοντας στην ενορμητική ικανοποίηση. Μπορούμε, άραγε, να γίνουμε ενσυναισθητικοί υπεύθυνοι ενήλικες που θυσιάζουν μια ενορμητική του απόλαυση για το καλό των πολλών;

Αν καταφέρουμε να αποποιηθούμε τις «απαγορευμένες» ενορμήσεις για το «καλό της κοινότητας», δεν θα χρειάζονται ούτε τσιγαρόσημα, ούτε πρόστιμα, ούτε κίνητρα smirting. Και κυρίως δεν χρειάζεται αστυνόμευση. Θα αρκεί η ενσυναίσθηση και η ηθική συνείδηση – «δυο παιδιά του πολιτισμού» που θέτουν τη συνθήκη η οποία ωθεί το άτομο να παραιτείται από την ικανοποίηση των ενορμήσεών του μέσα από τη μετουσίωσή τους σε ωφέλιμες για το κοινωνικό σύνολο συνήθειες, ιδίως κατά τη διάρκεια της συνύπαρξης με άλλους που δεν συναινούν σε κάποια πρακτική. Τις υπόλοιπες ώρες, το «Πρωινό τσιγάρο» μπορεί να είναι επιλογή ή όχι. Και σίγουρα θα είναι πάντα το πιο όμορφο τραγούδι.

πηγή: από την έντυπη έκδοση της "Εφημερίδας των Συντακτών"

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

ΣΧΟΛΙΑ