close search results icon

Ο Μικρός Μέγας Βασίλειος Θεοδωρίδης. Ένας γνήσιος Έλληνας και Πόντιος

Ο Μικρός Μέγας Βασίλειος Θεοδωρίδης. Ένας γνήσιος Έλληνας και Πόντιος

Ήταν Μικρός. Τόσο Μικρός για να χωρέσει, ως δεύτερο μωρό, στα πενιχρά, αλλά καθαρά γενοφάσκια μιας ποντιακής οικογένειας, η οποία δημιουργήθηκε στη σκιά του Πάικου, στην ακριτική Κωνσταντία Πέλλας. Η Άρτεμις και ο Ιωάννης, δύο ωραίοι νέοι με καθαρή ματιά, απέκτησαν τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Τα τρία από αυτά μετά την ενηλικίωσή τους βρήκαν την Ιθάκη τους στην Αμερική.

Από μικρός ο Βασίλης ήταν μεγάλος, όπως τα περισσότερα παιδιά της γενιάς του στη φτωχομάνα Ελλάδα, καθώς αναγκαστικά αφιέρωνε λίγο χρόνο στα γράμματα και πολύ στην αγροτική ζωή. Ήταν μικρός κι όμως η δουλειά που του αναλογούσε στο βελόνιασμα του καπνού ήταν μεγάλη, πιο μεγάλη «από το μπόι του». Κι αυτός αγόγγυστα δούλευε το μερτικό του. Το μόνο που διεκδικούσε ήταν στο τέλος της ημέρας να μπορεί να διαβάζει. Ρουφούσε τη λιγοστή γνώση του σχολείου. Έτσι αφουγκραζόταν τα βήματα του ανθρώπου στον κόσμο. Ώσπου ήρθε ο πόλεμος του ‘40, που σαν μαχαίρι έκοψε την πρόσβαση των ανθρώπων στο ζεστό ψωμί και στο φαΐ, στη χαρά, στην πρόοδο και στη γνώση, στην ευημερία… Περίσσεψε η δουλειά και λιγόστεψαν όλα τα άλλα.

sofia-theodoridoy2.jpg

Κάπως έτσι κυλούσε η ζωή του Μικρού Βασίλη, μέσα στον καθημερινό μόχθο, περιτριγυρισμένος από τα ζώα που φύλαγε στη βοσκή, μέχρι που ο πόλεμος τελείωσε! Ήτανε δώδεκα χρονών, όταν προχώρησε αποφασισμένος στο ραντεβού με τη μοίρα του, δίχως να το γνωρίζει… Χρειάστηκε προηγουμένως να παρακούσει την εντολή του πατέρα, να παρατήσει τα ζωντανά στην τύχη τους και να τρέξει ανάμεσα από τις καλαμποκιές και τις καπνοφυτείες ξυπόλητος τα δεκαεπτά χιλιόμετρα που τον χώριζαν από το τότε κεφαλοχώρι της Αριδαίας. Είχε μάθει πως εκεί, στο μοναδικό Γυμνάσιο της περιοχής, έπαιρναν μαθητές μετά από εξετάσεις. «Κρίμα, παιδί μου, οι εξετάσεις μόλις τελείωσαν για φέτος» του είπαν δύο σεβάσμιοι καθηγητές που κατέβαιναν τα σκαλιά του σχολικού κτιρίου, καθώς προχωρούσαν για να πάνε στο καφενείο που ήταν τρυπωμένο στο ισόγειο, γεμάτο από τους καημούς των ανδρών και τον καπνό από τα στριφτά τσιγάρα τους.

Ίσως ήταν η απελπισία του Μικρού Βασίλη, μαζί με τη φλόγα στα μάτια του που τον Μεγάλωνε, ώστε να αναγκάσει τον έναν από αυτούς να κοντοσταθεί και να πει «Για πάμε να ρωτήσουμε τον Διευθυντή και αν συμφωνήσει, εγώ και ο συνάδελφος θα σε εξετάσουμε». Τα υπόλοιπα ήταν κλεισμένα στο κουβάρι που κύλισε και ξετυλίχτηκε το νήμα της ζωής του. Τις εξετάσεις τις πέρασε, όπως και τις ξυλιές τις έφαγε από τον πατέρα στην επιστροφή. Ας ήταν καλά η μάνα που για πρώτη φορά σήκωσε ανάστημα στον άντρα της απέναντι στην άρνησή του -η φτώχεια η καταραμένη βλέπεις- να συνεχίσει ο Μικρός Μεγάλος το σχολείο. Πούλησε τα αυγά από το κοτέτσι, έβαλε και λίγες από τις κρυφές οικονομίες της για την εγγραφή του.

sofia-theodoridoy.jpg

Τα χρόνια πέρασαν δύσκολα, αλλά δίχως να μπορούν να εμποδίσουν ούτε τον Μικρό Βασίλη, ούτε την τύχη του να προχωρήσει. Δίδακτρα, φαγητό, διαμονή και χρόνο για διάβασμα του τα πρόσφεραν οι Φύλακες άγγελοί του, δηλαδή η οικογένειά του, ο μεγάλος αδελφός, θείες και θείοι που του εξασφάλιζαν κατάλυμα σε διαμέρισμα του ενός δωματίου που είχαν στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, όλοι μαζί ανά οικογένεια, στοιβαγμένοι με ένα μωρό και αυτόν ανάμεσά τους, σκεπάζονταν με την ανάγκη, την αλληλεγγύη και το φιλότιμο των φτωχών, περιμένοντας συχνά το πεσκέσι από το χωριό για να γεμίσουν κάπως την πάντα μισοάδεια κοιλιά τους.

Και ο Μεγάλος Βασίλης τα κατάφερε. Έδωσε τον όρκο ως πτυχιούχος κτηνίατρος! Μετά κοίταξε γύρω του αναζητώντας τον δρόμο που έπρεπε να πάρει. Πάλι η ζωή του χαμογέλασε δείχνοντάς του τη σωστή πορεία μέσα από το φως της αγάπης. Ακολούθησε την αγαπημένη του Σούλα στην Αμερική. Τώρα όμως ήταν πιο δυνατός. Οι γνώσεις, η φιλομάθειά του και η ακούραστη διάθεσή του να «πάει μπροστά», τον οδήγησαν βοηθό στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης και στο τέλος αυτής της διαδρομής, έγινε κάτοχος Διδακτορικού τίτλου στην Παρασιτολογία. Και προχώρησε. Η οικογένειά του μεγάλωσε. Τρεις όμορφες και έξυπνες κόρες ανέστησαν ο Βασίλης και η Σούλα που πρόκοψαν και στα γράμματα και στις ζωές τους. Την Άρτεμη, την Αμαλία και την Ηλέκτρα. Αξιώθηκε να δει εγγόνια και δισέγγονα ο Μικρός Μέγας ήρωάς μας.

Η μεγαλοσύνη του Βασίλη φάνηκε σύντομα και στην ενήλικη ζωή του. Ερευνητής φαρμάκων στην επαγγελματική του καριέρα, με οξύνοια και επιστημονικότητα, εφηύρε την ουσία «αλμπενταζόλη» που αξιοποιήθηκε στην αρχή ως αντιπαρασιτική και στη συνέχεια στην αντιμετώπιση του Έιτζ και του καρκίνου του Πνεύμονα. Ο Μικρός Βασίλης από την ταπεινή Κωνσταντία της Αλμωπίας άπλωσε τα φτερά του, ανακούφισε τον πόνο στα μήκη και τα πλάτη της Γης κι έγινε Μέγας, όσο Μέγας υπήρξε σε όλες τις φάσεις της ζωής του. Κυρίως γιατί ως δεύτερο ρούχο του είχε την ταπεινοφροσύνη, την ενσυναίσθηση και την αγάπη για τον άνθρωπο. Περιοδικά κύρους, πανεπιστήμια κι επιστημονικά συνέδρια αφιερώνονταν στον άνδρα.

Αγάπησε ο Βασίλης πολύ και την Ελλάδα. Καταρχάς προσπάθησε και δίδαξε παρέα με τη συμβία του την ελληνική γλώσσα στα παιδιά και τα εγγόνια του, δεύτερης και τρίτης γενιάς έλληνες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κοινωνικά ενεργός, είτε ως μέλος Διοικητικό Συμβουλίων συλλογικοτήτων παναμερικανικών (ΑΧΕΠΑΝΣ, Πανποντιακή Αμερικής κ.ά.), είτε ως κοινωνικός εταίρος σε τοπικό επίπεδο, πρωτοστάτησε με τη νομικό κόρη του Ηλέκτρα στην αναγνώριση της Ποντιακής Γενοκτονίας σε πολιτειακό επίπεδο και στην ανέγερση αγάλματος στην Φιλαδέλφεια προς τιμή του Ποντιακού Ελληνισμού. Το σπίτι του αποτέλεσε επανειλημμένα φιλόξενη στέγη για επιφανείς έλληνες της ημεδαπής κατά τις επισκέψεις τους στις ΗΠΑ. Η Φιλοσοφία, η Ηθική, η Θεολογία και η Κοινωνιολογία υπήρξαν πάντα το προσκεφάλι που τον ανάπαυε στη ζωή του, μέχρι και το τέλος. Φιλόσοφος της ζωής ο ίδιος, είχε πάντα έναν λόγο συμβουλευτικό, παραινετικό, διαμεσολαβητικό για όποιον το ζητούσε.

Μας άφησε πλήρης ημερών. Πιο Μέγας και λαμπερός όσο ποτέ, περιτριγυρισμένος από την αγάπη της οικογένειάς του, των συγγενών και φίλων, χαιρέτησε αυτόν τον κόσμο σεμνά και διακριτικά όπως ήρθε...

Για τη βιογραφική απόδοση

Σοφία και Γιάννα Θεοδωρίδου*, αγαπημένες ανεψιές πολυαγαπημένου Θείου

*Όποιος από τους αναγνώστες εκλάβει το ανωτέρω αφήγημα ως μύθο ή παραμυθία, θυμίζουμε ότι η ζωή «γράφει» τις πιο συναρπαστικές και μοναδικές ιστορίες

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

ΣΧΟΛΙΑ