close search results icon

O θάνατος του Τζόκερ

Αισθάνεσαι ότι η δεύτερη αυτή ταινία είναι προσχηματική, ότι έχει φτιαχτεί ακριβώς για να αποδομήσει την πρώτη.

Αλεξάνδρα Μητσιάλη*

Το παραδέχεσαι: έχεις δει μόνο την προηγούμενη ταινία «Joker», του 2019, δεν γνωρίζεις τίποτα για τα DC comics πάνω στα οποία βασίζεται η ταινία και το δεύτερο μέρος της «Joker: τρέλα για δύο», που είδες χθες το βράδυ από μια παρόρμηση της στιγμής, χωρίς προηγούμενη προετοιμασία, σε έναν κινηματογράφο της Θεσσαλονίκης, νύχτα της πανελλήνιας πρεμιέρας της.

Μπαίνεις στην αίθουσα έχοντας κάπου μέσα σου καταγεγραμμένο τον Joker της πρώτης εκδοχής. Εκείνο τον κλόουν με το ανατριχιαστικό γέλιο που έγινε το κλοτσοσκούφι της νεοφιλελεύθερης αμερικανικής κοινωνίας, τον «ελαττωματικό» μιας ιδεολογίας που τρέφει τον ναρκισσισμό των ανθρώπων με τον μύθο της τελειότητας, τον loser ενός συμπλεγματικού ονείρου ανωτερότητας που σκαρφαλώνει πάνω στην αδυναμία των μη ευνοημένων, το «χαμένο κορμί» όπου ο κάθε νταής μπορεί να δοκιμάσει τη δύναμη και το θράσος του κι ο κάθε δημοσιογράφος, σε διατεταγμένη υπηρεσία, την ικανότητά του να εξευτελίζει, παραδίδοντας τον άνθρωπο-θέαμα βορά στο αδηφάγο τηλεοπτικό κοινό.

Κοινωνική τρέλα

Μέσα στη μυσταγωγική σιωπή της σκοτεινής αίθουσας αρχίζεις να παρακολουθείς την καινούργια ταινία έχοντας καταγεγραμμένο κάπου μέσα σου τον «τρελό» μιας κοινωνίας που βαυκαλίζεται ότι η ίδια είναι ψυχικά υγιής, ενώ η ταμπέλα «Πωλείται» που έχει βάλει μπροστά στα πράγματα και στους ανθρώπους δημιουργεί τις συνθήκες μιας διευρυμένης κοινωνικής τρέλας, μιας καθημερινής παραφροσύνης, ενός δομικού παραλογισμού που διαλύει την ψυχοπνευματική συγκρότηση των ανθρώπων. Μπροστά στην καλοστημένη αναπαραγωγή της κοινωνικής τρέλας από ένα ολόκληρο σύστημα νόμων, θεσμών και μυθευμάτων, η «τρέλα» του Joker έμοιαζε αθώα, το αναμενόμενο στατιστικό αποτέλεσμα μιας στρεβλωμένης, απρόσφορης συναισθηματικά και κοινωνικά, μέσα στη φτώχεια και στα αδιέξοδα, παιδικής ηλικίας, που η ανισορροπία της μεγεθύνθηκε από τον εξαρχής υπονομευμένο αγώνα επιβίωσης και τη συμπεριφορά των «κανονικών» άλλων. Μπροστά στη βία, ορατή και αόρατη, της εξουσίας που επιβάλλεται παντού ως αυτονόητη αρχή μιας ευνομούμενης πολιτείας, η βία του Joker έμοιαζε μια απεγνωσμένη αντίδραση ενός οργανισμού που απλώς είχε απασφαλίσει.

Μα, τι περίεργο, καθώς η μία σεκάνς της καινούργιας ταινίας διαδέχεται την άλλη, ο Joker που έχεις καταγεγραμμένο μέσα σου θολώνει σιγά σιγά. Τον αναγνωρίζεις όλο και πιο δύσκολα στον Χοακίν Φίνιξ που χάνεται ζαλισμένος μέσα στα μάτια της Lady Gaga, που την ερωτεύεται παράφορα σε μια συμπτωματική συνάντηση αδικαιολόγητη στην πλοκή μιας καλής ταινίας, που τραγουδάει και χορεύει μελιστάλαχτα ερωτικά τραγούδια κάθε δέκα λεπτά, μέσα -υποτίθεται- στη σύγχυση πραγματικότητας και φαντασίας, απότοκο της ψυχικής διαταραχής του. Παρακολουθείς τον Joker νούμερο δύο να γίνεται από σκηνή σε σκηνή μια αξιοθρήνητη σκιά του εαυτού του, ένας ταπεινωμένος άνθρωπος, ένας λοβοτομημένος τρελός σ’ ένα στόρι που μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε παράταιρο μιούζικαλ, σε γλυκερή ερωτική ιστορία, βγαλμένη από τα πιο πολυπαιγμένα χολιγουντιανά στερεότυπα. Και κάτι περισσότερο. Αισθάνεσαι ότι η δεύτερη αυτή ταινία είναι προσχηματική, ότι έχει φτιαχτεί ακριβώς για να αποδομήσει την πρώτη, για να σβήσει όποιο αποτύπωμα αμφισβήτησης του συστήματος εξουσίας έχει αφήσει εκείνη στη μνήμη των θεατών· όταν ο Joker είχε γίνει ο καθρέφτης του ρατσισμού που παράγεται και αναπαράγεται από μια κοινωνική δομή που είναι θεμελιωμένη στις σχέσεις κυριαρχίας· όταν η ειλικρίνειά του, που πήγαζε από την ανυπαρξία οποιουδήποτε αμυντικού μηχανισμού, έσκιζε τον μανδύα του αυτονόητου με τον οποίο ο ηγεμονικός λόγος καλύπτει την αυθαιρεσία του· όταν η βία του, που τόσο υποκριτικά συζητήθηκε, έγινε η απονενοημένη αντίδραση των απελπισμένων κι εκείνος το τραγελαφικό ίνδαλμα αυτής της αντίδρασης, που τότε μας είχε συγκινήσει, γιατί μια αντίδραση εξαρχής εγκλωβισμένη κι αδιέξοδη δεν είναι λιγότερο δίκαιη από έναν οργανωμένο κοινωνικό αγώνα.

Και, ναι, όσο προχωρά η ταινία παρακολουθείς την ψυχική ασθένεια του Joker να αποσυνδέεται από τα κοινωνικά της συμφραζόμενα και να εξατομικεύεται εντελώς -μια γνωστή παρερμηνεία της ψυχαναλυτικής οπτικής-, την αντισυμβατικότητά του να γίνεται μια άκαιρη αυτοκαταστροφική θεατρική παράσταση, τους ακόλουθούς του να μετατρέπονται μέσα στη δικαστική αίθουσα σε χειροκροτητές του Joker-θέαμα και να αποχωρούν επιδεικτικά όταν η συμπεριφορά του δεν ανταποκρίνεται στο «εισιτήριο» που έχουν πληρώσει, την ειλικρίνειά του να μένει «ένα πουκάμισο αδειανό», ένα ψέλλισμα που προκαλεί τις αναπάντητες φάπες της εξουσίας, τον ίδιο μια θλιβερή καρικατούρα, μια ύπαρξη αποδυναμωμένη σωματικά και ψυχικά, εξαρτημένη από το βλέμμα των άλλων, από την επιδοκιμασία και την αποδοκιμασία τους, και κυρίως εκείνης που μετατρέπεται, μέσα στη δική της διαταραχή, στον βασικό επόπτη και ελεγκτή της συμπεριφοράς του.

Δολοφονία

Προς το τέλος της ταινίας νιώθεις το κεφάλι σου να κινείται δεξιά κι αριστερά σε μια αυθόρμητη κίνηση άρνησης αυτού που βλέπεις, αυτού που, κατά τη γνώμη σου, συμβολίζει το sequel φτάνοντας πια στο αποκορύφωμά του: τη δολοφονία του Joker. Τη δολοφονία του όχι από το σύστημα, που το δικαστήριο ως φερέφωνό του τον κήρυξε ένοχο, αλλά από έναν έγκλειστο τρόφιμο του ψυχιατρικού νοσοκομείου-φυλακή, συγκρατούμενό του. Τη δολοφονία του από κάποιον θαυμαστή που θέλησε να πάρει τη θέση του, βάφοντας τα χείλη του κόκκινα στο σχήμα που έχουν τα χείλια των κλόουν, χρησιμοποιώντας το αίμα του μαχαιρωμένου Joker, την ώρα που εκείνος γλιστράει αργά πάνω στον τοίχο του ιδρύματος με ορθάνοιχτα μάτια, αφήνοντας έκπληκτος την τελευταία του πνοή.

Η ταινία τελείωσε με τον πραγματικό και τον συμβολικό θάνατο του Joker, αποκαλύπτοντας την πρόθεσή της σε όλα τα επίπεδα. Αυτόν τον Joker και τους Jokers σαν κι αυτόν και ό,τι εκείνοι συμβολίζουν είτε θα τους τελειώσει η εξουσία με τους θεσμούς της είτε θα τους τελειώσει η παραφροσύνη που οι ίδιοι προκαλούν. Την τρέλα, το χάος, το απόλυτο αδιέξοδο δεν τα γεννά το κοινωνικό σύστημα αλλά η αντίδραση σ’ αυτό. Η αντίδραση στο σύστημα είναι μια παράσταση καταδικασμένη να γελοιοποιείται εξακολουθητικά και να κατακρημνίζεται μέσα στις ιαχές και στο αίμα της βίας που έχει προκαλέσει. Και τα πρόσωπα που εμπνέουν αυτή την αντίδραση, συμπυκνώνοντας στο πρόσωπό τους τους λόγους που την τροφοδοτούν, είναι αστείες μαριονέτες, διαταραγμένοι νάρκισσοι ή σχιζοειδείς χαρακτήρες, θύματα μιας σχάσης που θα συμβεί αναπότρεπτα και που την ευθύνη της φέρουν στο ακέραιο οι ίδιοι. Νομίζω ότι πρόκειται για ένα γνωστό αφήγημα που το ακούμε επίμονα και εμφατικά, ευθαρσώς ή υπαινικτικά, όλο και πιο συχνά γύρω μας από διάφορους «πνευματικούς ταγούς» και άλλους μικρομέγαλους μιμητές τους. Το νόημα παραμένει σταθερό: Μην εξεγείρεστε γιατί το μόνο που θα προκαλέσετε είναι ένα χάος, μια κοινωνική τρέλα, που θα οδηγήσει σε μια νέα εξουσία, η οποία δεν θα είναι πολύ διαφορετική από αυτήν που θελήσατε να ανατρέψετε.

Κρίμα που ο Χοακίν Φίνιξ υπηρέτησε αυτόν τον ρόλο, ο οποίος εξ ορισμού δεν μπορούσε να αναδείξει το ταλέντο του και που αποτελεί συγκριτικά με την προηγούμενη ηθοποιία του, και ως προς τη μορφή και ως προς το περιεχόμενο, μια ξεκάθαρη πτώση.

* Απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ και διδάκτορας Παιδαγωγικής

ΠΗΓΗ: Από την έντυπη "Εφημερίδα των Συντακτών", διαμέσου efsyn.gr

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

ΣΧΟΛΙΑ