Τα έθιμα των Θεοφανείων
Από τα έθιμα του Δωδεκαημέρου (μέρος Γ΄)
Από τον Ιωάννη Παπαλαζάρου εκπ/κό-συγγραφέα
Τα Θεοφάνεια, ή Φώτα όπως τα αποκαλεί ο λαός μας, είναι η ημέρα που άνοιξαν τα ουράνια και φανερώθηκε η Αγία Τριάδα, η ημέρα που φωτίζεται η πλάση και αγιάζονται τα νερά, που ηρεμεί η φύση, που ηρεμούν οι άνθρωποι και τα ζώα.
Κατείχαν σημαντική θέση στο εορτολόγιο ιδιαίτερα των χωριών μας, που τα γιόρταζαν με ένα πλήθος από γραφικά έθιμα, κατάλοιπα περασμένων αιώνων, αφού είναι γνωστό ότι τους τέσσερεις πρωτοχριστιανικούς αιώνες, Γέννηση, Θεοφάνεια και Πρωτοχρονιά συνεορτάζονταν την 6η Ιανουαρίου.
Την παραμονή και ανήμερα της γιορτής γίνεται η τελετή του αγιασμού των υδάτων. Ο αγιασμός τελείται πανηγυρικά και με ευλάβεια σε πόλεις και σε χωριά, με συμμετοχή μικρών και μεγάλων, με ξεχωριστή μάλιστα γραφικότητα όπου υπάρχουν λιμάνια, λίμνες και ποτάμια. Εκεί η κατάδυση του Σταυρού γίνεται εξαιρετικά θεαματική όταν ο ιερέας ρίχνει τον Σταυρό στα νερά, συνήθως δεμένο με κορδέλα, και πέφτουν οι τολμηροί κολυμβητές να τον ανασύρουν, μέσα στις επιδοκιμασίες των υπόλοιπων πιστών και με τις θερμοκρασίες να είναι γύρω στο μηδέν.
Κάθε πόλη ή χωριό, ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες, έχει τον ιδιαίτερο χώρο του όπου γίνεται ο Αγιασμός και η κατάδυση του Σταυρού. Στην Έδεσσα, εδώ και δυο αιώνες περίπου, η κατάδυση γίνεται με μεγάλη λαμπρότητα στο Κιουπρί, από τη λεγόμενη «βυζαντινή» γέφυρα, στο ποτάμι.
Από τη λαογραφική μελέτη του Κων/νου Σιβένα «Η Έδεσσα επί Τουρκοκρατίας» πληροφορούμαστε σχετικά: «Ο Δεσπότης έριχνε το σταυρό από τη γέφυρα στο ποτάμι και οι νεαροί που περίμεναν, έπεφταν να τον βρούνε και όποιος τον εύρισκε είχε το δικαίωμα να τον περιφέρει στα σπίτια για προσκύνημα και μάζευε φιλοδωρήματα. Ο κόσμος γύρω έψαλλε το «κύριε ελέησον» και το θέαμα ήταν πολύ επιβλητικό, ώστε και οι Τούρκοι το παρακολουθούσαν με ευλάβεια. Μετά την κατάδυσι ο Δεσπότης με τους προύχοντες πήγαινε να βγάλει τα άμφιά του και να πιει καφέ στο σπίτι του Στόγιου, ενώ τα κατοπινά χρόνια στο σπίτι του Τ. Σπυριδωνίδη. Οι παπάδες με το παιδί, το πακράτσι και τον αγιασμό, φώτιζαν τα σπίτια».
Με την κατάδυση του Σταυρού «βαφτίζονται τα νερά». Αγιάζονται και αποκτούν καθαρτική και εξαγνιστική δύναμη. Ο ιερέας εύχεται σ’ όσους παίρνουν αγιασμό για το σπίτι τους, τον πίνουν ή ραντίζονται μ’ αυτόν, καθαρισμό από κάθε μολυσμό «σαρκός και αίματος». Με τον αγιασμό αυτό ράντιζαν τα αμπάρια όπου αποθήκευαν τα γεννήματα της χρονιάς.
Σε πολλά χωριά, μετά τη θεία λειτουργία, λάμβανε χώρα τελετή προσφορών για τον Σταυρό και τις φορητές εικόνες του ναού για να τις κρατήσουν νέοι κατά τη λιτανεία που ακολουθούσε. Όταν ολοκληρωνόταν η διαδικασία των προσφορών, σχηματιζόταν η πομπή για τη λιτανεία. Μπροστά πήγαιναν οι νέοι άντρες, που κρατούσαν τον σταυρό και τις εικόνες (εικονοφόροι). Ακολουθούσαν ο παπάς, οι ψάλτες, οι αρχές του τόπου και οι υπόλοιποι χωριανοί, που κρατούσαν στα χέρια τους τις εικόνες από τα εικονοστάσια του σπιτιού τους.
Κατά τη λιτανεία σταματούσαν σε τρία σταυροδρόμια και έκαναν δεήσεις. Οι εικονοφόροι κάθε τόσο φώναζαν ρυθμικά: «Εικόνες κρατώ, το Θεό παρακαλώ! Κύριε ελέησον!» Όταν τύχαινε να περάσουν έξω από σπίτια νιόπαντρων ή έγκυων, κραύγαζαν πάλι ρυθμικά το «Εικόνες κρατώ…» αλλά πρόσθεταν και μια ευχή με πειραχτική διάθεση: «Του (τάδε) η γυναίκα, δίδυμα να κάνει!». Οι νοικοκυρές, στο πέρασμα της πομπής, σκόρπιζαν πάνω από τα κεφάλια των εικονοφόρων διάφορα γεννήματα, σιτάρι, σίκαλη ή καλαμπόκι, για να πάει καλά η παραγωγή της χρονιάς. Αυτόν που είχε «σηκώσει» τον σταυρό τον προσφωνούσαν όλοι «κουμπάρο», ήταν το τιμώμενο πρόσωπο του χωριού και όλη την ημέρα δεχόταν στο σπίτι του επισκέψεις για ευχές με κέρασμα.
Τα Θεοφάνεια είναι η γιορτή του Θείου Φωτός. Κατ’ αυτήν φωτίζεται και φανερώνεται ο Χριστός, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Στους πανηγυρικούς αίνους της ημέρας συναντάμε συχνά αναφορές στο φως της εορτής και στον φωτισμό των πιστών. Στον πρώτο αίνο ψάλλεται: «Φως εκ φωτός, έλαμψε τω κόσμω». Στον τέταρτο: «Το αληθινόν φως επεφάνη και πάσι τον φωτισμόν δωρείται». Στο δοξαστικό: «Δόξα τω φανέντι Θεώ, επί γης οφθέντι και φωτίσαντι τον κόσμον».
Η βάπτιση του Ιησού συμβολίζει την παλιγγενεσία του ανθρώπου. Παράλληλα ο αγιασμός των υδάτων εξαγνίζει τη φύση και τις ψυχές. Οι καλικάντζαροι και κάθε είδους παγανά, που ο λαός πίστευε ότι ταλαιπωρούσαν, μαγάριζαν και λοιδορούσαν το περιεχόμενο και την αγιότητα των ημερών, με τον ερχομό των Φώτων, τσακίζονται να φύγουν και να εξαφανιστούν στα Τάρταρα, ουρλιάζοντας:
Φεύγετε, να φεύγουμε! Έρχεται κι ο δέσποτας
με την αγιαστούρα του και με την μαγγούρα του!
Για τους χωρικούς της Δυτικής Μακεδονίας τα Θεοφάνεια είναι η σημαντικότερη γιορτή του χρόνου και κάθε καινούργιο ρούχο τους το πρωτοφορούν τα Φώτα για να φωτιστεί. Πιστεύουν επίσης ότι την παραμονή των Φώτων ανοίγουν οι ουρανοί και όποια ευχή κάνεις, ό,τι ζητήσεις ως χάρη, πραγματοποιείται. Όμως, παράλληλα, δεν πρέπει να καταριέται κανείς την ημέρα αυτή γιατί, όπως είναι ανοιχτά τα ουράνια, οι κατάρες πιάνουν. Σε άλλα μέρη της πατρίδος μας πιστεύουν ότι την ώρα που αγιάζονται τα ύδατα, η θάλασσα γίνεται γλυκιά και πίνεται, οι άνεμοι ημερώνουν, τα βόδια μιλούν στον στάβλο κ.α.
Στη Νάξο, την ημέρα της γιορτής, οι νοικοκυρές παίρνουν λίγους σπόρους από το γέννημα που υπάρχει στο δισάκι του παπά που περνάει για τον αγιασμό και τους ρίχνουν στις φωλιές των ορνίθων για να γεννάνε αβγά.
Στη Σινώπη του Πόντου κολλούσαν τέσσαρα κεριά σταυρωτά στο σπίτι για να διώξουν τον έξω από δω. Ζύμωναν και τη «βουδόπιτα» για το ζευγάρι που όργωνε τα χωράφια. Στην Κρήτη την παραμονή των Φώτων έψηναν μείγμα από αρακά, ρεβίθια, κουκιά και σιτάρι για να ταΐσουν το ζευγάρι του σπιτιού. Στην Κάρπαθο, στην Κορώνη και αλλού ράντιζαν με αγιασμό τα βαρέλια του κρασιού κι ύστερα τα ανοίγανε.
Με τον αγιασμό της παραμονής οι αγρότες ράντιζαν τα περιβόλια τους, τα αμπέλια τους, τα χωράφια τους και τα ζωντανά τους. Όταν ράντιζαν έλεγαν και την ευχή: «Όπως τρέχει το νερό, έτσι να τρέχει και το βιο» (δηλαδή έτσι να αυξάνει και η παραγωγή). Από τις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν κατά την ημέρα των Θεοφανείων, γινόταν και η πρόβλεψη για τη σοδειά της χρονιάς. Φώτα βρεγμένα (ή χιονισμένα), αμπάρια γιομισμένα.
Πέρα όμως από το θρησκευτικό νόημα και το λατρευτικό τους συμβολισμό, τα Φώτα προσλάμβαναν, τοπικά τουλάχιστον, αγροτικό και ποιμενικό χαρακτήρα, αφού αποδίδονταν ιδιαίτερες τιμές στον ζευγά και στο ζευγάρι του σπιτιού (ζευγάρι ήταν τα ζώα που χρησιμοποιούσαν για το όργωμα και για το αλώνισμα των γεννημάτων).
Οι νοικοκυρές έψηναν στο φούρνο ή στη γάστρα δύο μεγάλες κουλούρες (κουλάτσι), τη μια σε στρογγυλό σχήμα που προορίζονταν για τον ζευγά και την άλλη, τη μεγαλύτερη, σε σχήμα οκτώ, για το ζευγάρι του σπιτιού. Μικρότερες κουλούρες, σε διάφορα σχήματα και ανάγλυφα σχέδια επάνω τους, έψηναν οι μητέρες και για όλα τα παιδιά της οικογένειας.
Οι γονείς έφτιαχναν ένα σταυρό από καλαμιές βρίζας ή σιταριού (ραζνίτσα), που είχαν και τα στάχια τους επάνω, ανάμικτα με κλωνάρια βασιλικού και τον σφιχτοδένανε με κόκκινο και άσπρο μάλλινο νήμα, ενώ στις άκρες του κρέμαγαν μικρές κουλούρες. Αυτόν τον σταυρό οι μεγαλύτερες κοπέλες του σπιτιού ή οι νιόπαντρες τον πήγαιναν ανήμερα της γιορτής στον τόπο όπου θα τελούνταν ο μέγας αγιασμός και τον βουτούσαν μέσα στη δεξαμενή την ώρα του αγιασμού των υδάτων. Μικρότερους τέτοιους σταυρούς, με τον ίδιο τρόπο στολισμένους, έφτιαχναν και για τα μικρά παιδιά της οικογένειας.
Έψηναν στη σόμπα ή μέσα σε ειδικά μεταλλικά κουτιά άσπρο καλαμπόκι (πασπάτες ή ποπ-κόρν) που φούσκωνε και έσκαγε θεαματικά και ήταν η μεγάλη διασκέδαση των παιδιών. Τις πασπάτες, που τις λέγανε σάπκες, τις πέρναγαν σε κλωστές και έφτιαχναν γιρλάντες, με τις οποίες στόλιζαν τους καλαμένιους σταυρούς, αλλά και τα μικρά παιδιά τον λαιμό και τα χέρια τους, σαν κολιέ και σαν βραχιόλια.
Από την παραμονή ετοίμαζαν και το φαγητό και την πίτα της γιορτής. Το φαγητό της ημέρας ήταν αποκλειστικά παγωμένος πατσάς (πηχτή) από άκρα του χοίρου που είχε σφαγεί πριν από τα Χριστούγεννα. Αφού τα αποτριχώνανε καλά, τα βράζανε στην κατσαρόλα, όπου προσθέτανε σκόρδο και διάφορα μυρωδικά, τα απλώνανε στη συνέχεια σε μεγάλα ταψιά και τα αφήνανε να ξενυχτήσουν σ’ ένα κρύο διάδρομο του σπιτιού. Το πρωί, ο παγωμένος πια πατσάς, είχε πάρει τη μορφή διάφανου ζελέ και κοβόταν με το μαχαίρι.
Η πίτα της γιορτής ήταν τυρόπιτα και τη λέγαμε μάζνικ ή μπουγάτσα στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα. Γινόταν από πολλές στρώσεις φύλλων με γέμιση τυριού. Η πίτα αυτή για μας ήταν ό,τι η βασιλόπιτα της Πρωτοχρονιάς για άλλα παιδιά σε άλλους τόπους. Η μητέρα φρόντιζε κρυφά να τοποθετήσει ανάμεσα στις δίπλες της, σε τρία διαφορετικά σημεία, ένα νόμισμα, ένα στάχυ σίκαλης ή σιταριού και μια μάλλινη κόκκινη κλωστή (ρέσκα). Το μεσημέρι στο τραπέζι του φαγητού κόβαμε σε μερίδες την μπουγάτσα, μοιράζοντας και ονοματίζοντας το κάθε μερίδιο. Σε όποιον τύχαινε το νόμισμα θα είχε κέρδη, θα ήταν ο «οικονομημένος», ο τυχερός της χρονιάς. Σε όποιον τύχαινε το στάχυ θα πήγαινε καλά η σοδειά του, θα γινόταν καλός ζευγάς (τσιφτσής). Σε όποιον τέλος τύχαινε η μάλλινη κλωστή θα πήγαιναν καλά τα ζωντανά του, θα γινόταν καλός κτηνοτρόφος, μπορεί και τσέλιγκας.
Τα κάλαντα των Φώτων
Τα κάλαντα των Φώτων λέγονται ανήμερα της εορτής των Θεοφανείων και μ’αυτά υμνείται η Βάφτιση του Κυρίου, ο Ιωάννης Πρόδρομος, η Παναγία και ο ποταμός Ιορδάνης. Τα κάλαντα που τραγουδούν τα παιδιά ακόμα και σήμερα περιγράφουν το θαύμα που συντελείται και είναι πολύ γνωστά στο πανελλήνιο:
Σήμερα ειν’ τα Φώτα κι οι Φωτισμοί
και χαρά μεγάλη κι οι Αγιασμοί.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
κάθεται η Κυρά μας η Παναγιά.
Στο Θεό πιστεύει, κερί κρατεί
και τον Άϊ-Γιάννη παρακαλεί:
Άγιε Ιωάννη και Πρόδρομε
δύνασαι βαπτίσεις Θεού παιδί;
Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ
και τον Κύριό μου παρακαλώ.
Στο τέλος του κάθε δίστιχου επαναλαμβανόταν η ευχή - επωδός:
Καλημέρα, καλημέρα, καλή σου μέρα αφέντη με την κυρά!
Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι στα κάλαντα του Δωδεκαημέρου. μέχρι τη 10ετία του εξήντα τουλάχιστον, συμμετείχαν μόνο αγόρια. Τα κορίτσια τραγουδούσαν κάλαντα μόνο το Σάββατο του Λαζάρου και της Αγίας Βαρβάρας (στην Άρνισσα). Σήμερα τα κορίτσια συμμετέχουν σε όλα τα κάλαντα, μόνα τους ή σε μικτές ομάδες με αγόρια.
Αναβίωση λαϊκών εθίμων
Κατά το διήμερο των Φώτων και του Αϊ-Γιάννη αναβιώνουν τοπικά λαϊκά δρώμενα που είναι στενά συνδεδεμένα με το πνεύμα των ημερών. Πρόκειται για τα «Τζαμαλάρια» της Άρνισσας, όπου ομάδα μεταμφιεσμένων νέων, με κουδούνια κρεμασμένα στη μέση τους, συνοδευόμενα από μουσική κομπανία κι ένα γαϊδουράκι φορτωμένο με βαρέλια γεμάτα με κρασί, γυρίζουν τους δρόμους και κερνάνε όσους συγχωριανούς συναντάνε.
Δύο από τους τζαμαλάρηδες είναι ντυμένοι νύφη και γαμπρός, ενώ άλλοι απ’ αυτούς παριστάνουν τον κουμπάρο και τους μπράτιμους του εικονικού γάμου. Ανάμεσά τους κυκλοφορεί και το «Μπούμπαρ» (ενοχλητικό ζιζάνιο). ντυμένο ανάλογα, που είναι το πειραχτήρι της εκδήλωσης και παρενοχλεί τη νύφη. Στην πλατεία στήνεται το τελικό γλέντι και εξουδετερώνεται το ενοχλητικό Μπούμπαρ.
Κάτι ανάλογο οργανώνονταν και στον Παλαιό Άγιο Αθανάσιο (Τσέγανη), με τα «Εσκινάρια» (ο όρος προέρχεται από την τουρκική λέξη εσκί που σημαίνει κάτι το παλιό). Φορούσαν παλιόρουχα ανάποδα, είχαν κουδούνια στο λαιμό και χοντρά ραβδιά και αναπαρίσταναν καρναβαλίστικο γάμο. Ακολουθούσε απαγωγή της νύφης από τον «Αράπη» κι όλα τελείωναν με την αποκατάσταση της νύφης στον χορό της πλατείας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
-
Δήμος Σκύδρας: Παραμένουν οι αντιδήμαρχοι στις θέσεις τους
04 Ιανουαρίου 2025 -
Μέγας Αγιασμός: Τελείται αύριο στις Εκκλησίες
04 Ιανουαρίου 2025
ΣΧΟΛΙΑ