close search results icon

Πανευρωπαϊκή πρωταθλήτρια στο τραπεζικό ολιγοπώλιο η Ελλάδα

Ακόμα και μετά τη δημιουργία της νέας τράπεζας, η Ελλάδα παραμένει μακράν πρωταθλήτρια στον βαθμό συγκέντρωσης του τραπεζικού τομέα.

Η πρόσφατη, σχεδόν αναγκαστική, συγχώνευση της Attica Bank με την Παγκρήτια Τράπεζα με όρους μη επωφελείς για το Δημόσιο εύλογα προκάλεσε την αντίδραση των κομμάτων της αντιπολίτευσης.

Ηταν μια συγχώνευση που έμοιαζε με διάσωση και στην οποία το Δημόσιο, έχοντας καταβάλει 950 εκατ. ευρώ από το 2021, περιορίζεται πλέον στο 35%, ενώ οι ιδιώτες, δίνοντας μόλις 263 εκατομμύρια ευρώ, αποκτούν πλέον το 58% της νέας τράπεζας. Το κυβερνητικό αντεπιχείρημα είναι πως χρειαζόταν απαραιτήτως να δημιουργηθεί ένας πέμπτος πυλώνας στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα για να βελτιωθεί ο ανταγωνισμός. Κανείς ωστόσο δεν μπορεί να εξασφαλίσει πως αυτό θα γίνει όταν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες επί τόσα χρόνια δεν λειτουργούν στην πραγματικότητα με όρους ανταγωνισμού.

Ακόμα και μετά τη δημιουργία της νέας τράπεζας, η Ελλάδα παραμένει μακράν πρωταθλήτρια στον βαθμό συγκέντρωσης του τραπεζικού τομέα που επιτρέπει μονοπωλιακές πρακτικές, όπως τα μεγάλα επιτοκιακά περιθώρια με όλες τις αρνητικές συνέπειες. Βασικό ζητούμενο είναι αν με αυτή τη συμφωνία συγχώνευσης εξαντλούνται οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες για τον ανταγωνισμό των τραπεζών και αν θα μπει ένα φρένο στην ασυδοσία των τεσσάρων τραπεζικών γιγάντων.

«Υπάρχει κάτι μέσα στη συμφωνία που να τους δεσμεύει για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις; Ή φτιάχνουμε μία ακόμη τράπεζα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση των άλλων τεσσάρων, για να βγάλουν λεφτά οι ιδιώτες;» αναρωτήθηκε στη σχετική συζήτηση στη Βουλή ο εισηγητής του ΠΑΣΟΚ, Παύλος Γερουλάνος.

screenshot-2-HEqXJ.png
screenshot-3-uBSoy.png

Σύμφωνα με ανάλυση του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ, Απρίλιος 2024) «οι ελληνικές συστημικές τράπεζες, πιθανότατα εκμεταλλευόμενες την υψηλή συγκέντρωση και τον χαμηλό ανταγωνισμό στον εγχώριο κλάδο –απαλλαγμένες πια από τα “κόκκινα δάνεια” τα οποία μεταφέρθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τους ισολογισμούς τους στις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ, ή servicers)– και επωφελούμενες από τις αυξήσεις των επιτοκίων αναφοράς της ΕΚΤ, κατέγραψαν μεγάλες αυξήσεις στο καθαρό επιτοκιακό εισόδημα (net interest income) και υψηλές τιμές καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου (net interest margin) και, κατά συνέπεια, σημαντικά κέρδη (εκτιμώνται κοντά στα €7,53 δισ. τη διετία 2022-2023).

Αυτή η υπέρμετρη συσσώρευση κερδών του ελληνικού τραπεζικού συστήματος από το υψηλό επιτοκιακό περιθώριο, που για τους πολίτες μεταφράζεται σε αυξημένο κόστος δανεισμού, αποτελεί ξεκάθαρη διάσταση του πληθωρισμού κερδών ή «πληθωρισμού της απληστίας” (greedflation), όπως ονομάστηκε, στην προκειμένη περίπτωση της «τραπεζικής απληστίας».

Το φαινόμενο της υπερσυγκέντρωσης του τραπεζικού τομέα δεν είναι μόνο ελληνικό, όμως το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είχε ήδη από το 2014 τον υψηλότερο βαθμό συγκέντρωσης μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης μετά το κύμα εξαγορών εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων και την αποχώρηση ξένων παικτών που σημειώθηκε μετά την κρίση του 2008. Από το σύνολο των 107 συστημικά σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων στην Ευρώπη, 4 δραστηριοποιούνται σήμερα στην Ελλάδα. Οσον αφορά τον αριθμό των συστημικών πιστωτικών ιδρυμάτων, η Ελλάδα υπολείπεται των μεγάλων χωρών της ζώνης του ευρώ (Γερμανία 22, Ιταλία 12, Γαλλία 11, Ισπανία 10, Ολλανδία, Αυστρία, Ιρλανδία 6 και Βέλγιο 5).

Με βάση τα στοιχεία της ΕΚΤ, η Ελλάδα και η Κύπρος παίρνουν με άνεση το χρυσό και το αργυρό μετάλιο στην υπερσυγκέντρωση τραπεζών σε λίγα χέρια με το αθροισμα των ενεργητικών των συστημικών τραπεζών να ξεπερνά το δυσθεώρητο 90%, όπως επιβεβαιώνεται από τους συνήθεις δείκτες Concentration Ratio και Herfindahl-Hirschman Index ή τους πιο εξειδικευμένους δείκτες Boone και Lerner. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού SSM, τα οποία παρουσίασε η Ελληνική Ενωση Τραπεζών τον Απρίλιο, οι τέσσερις συστημικοί όμιλοι στην Ελλάδα έχουν καλύτερους δείκτες κόστους προς έσοδα, υψηλότερη απόδοση ιδίων κεφαλαίων και ενεργητικού και υψηλότερους δείκτες ρευστότητας. Από την άλλη πλευρά, υστερούν έναντι του μέσου όρου των 107 σημαντικότερων τραπεζών στην Ευρώπη όσον αφορά τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και παραβατικότητας (capital adequacy ratio).

Νέες συγχωνεύσεις

Στην Ισπανία τους τελευταίους μήνες επιχειρείται ακόμα μία μεγάλη τραπεζική συγχώνευση. Η βασκική τράπεζα BBVA (δεύτερη μεγαλύτερη της Ισπανίας) φαίνεται αποφασισμένη να αποκτήσει τον έλεγχο της Banco Sabadell (τέταρτη μεγαλύτερη) με κάθε κόστος. Πριν από λίγες ημέρες υπέβαλε πρόταση συγχώνευσης στους διευθυντές της καταλανικής τράπεζας, η οποία απορρίφθηκε κατηγορηματικά από τους διαχειριστές της λίγες ημέρες αργότερα, αλλά τώρα οι Βάσκοι αποφάσισαν να περάσουν από μια φιλική πρόταση σε μια εχθρική προσφορά εξαγοράς, δηλαδή να υποβάλουν προσφορά αγοράς απευθείας στους μετόχους της Banco Sabadell.

Αν ολοκληρωθεί η εξαγορά, θα προστεθεί στις πρόσφατες συγχωνεύσεις της CaixaBank με την Bankia και της Unicaja με τη Liberbank, εντείνοντας μια δυναμική που ξεκίνησε το 2008. Το σκάσιμο της φούσκας των ακινήτων και η ευρωπαϊκή κρίση χρέους έβαλαν το ισπανικό τραπεζικό σύστημα στα σχοινιά και πολλά ταμιευτήρια δεν μπορούσαν πλέον να συνεχίσουν μόνα τους. Δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου ιδρύματα που ειδικεύονται σε εξειδικευμένες αγορές ή αγροτικά ταμιευτήρια που να μην έχουν ενσωματωθεί σε μια μεγάλη τράπεζα. Πλέον υπάρχουν μόνο 10 σημαντικά ιδρύματα εποπτευόμενα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), τα οποία έχουν απορροφήσει περίπου 60 διαφορετικές οντότητες. Ο δείκτης Herfindahl, ο οποίος μετρά τη συγκέντρωση της αγοράς με βάση το μερίδιο αγοράς, έχει τριπλασιαστεί στην Ισπανία μέσα σε 16 χρόνια.

Ανταγωνισμός

Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, αν κάποιος περπατούσε σε μια μικρή απόσταση γύρω από την πλατεία Σύνταγματoς, σε μια ακτίνα ενός χιλιομέτρου, θα διαπίστωνε πως κάθε τράπεζα είχε περίπου 5 διαφορετικά υποκαταστήματα. Τότε υπήρχαν 17-18 τράπεζες. Οι περισσότερες έχουν προ πολλού εξαφανιστεί για διάφορους λόγους (Αγροτική, Εγνατία, HSBC, BNB, Nova, Interbank, Λαϊκή, Marfin κ.ά.). Για τον οικονομολόγο και πρώην υφυπουργό παρά τω πρωθυπουργώ, Δημήτρη Λιάκο, μετά την κρίση του 2008 «ήταν απόλυτα φυσιολογικό να συγκεντρωθούν οι τράπεζες σε λίγα χέρια. Ηταν απότοκο της κρίσης. Και δεν είναι ο μοναδικός κλάδος της οικονομίας που εμφανίζει αυτά τα φαινόμενα.

Το ίδιο συμβαίνει και στην κινητή τηλεφωνία, για παράδειγμα. Η ελληνική αγορά μετά την κρίση εμφανίζει ξεκάθαρα ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά. Η τελευταία έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος ανέφερε συγκεκριμένες αγορές που έχουν αυτά τα ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά. Ακόμα και ο διοικητής της ΤτΕ είπε στη γενική συνέλευση: «Εχουμε πρόβλημα και στον τραπεζικό τομέα». Αρα, όταν έρχεται ο κεντρικός τραπεζίτης μιας χώρας και σου λέει «εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα ανταγωνισμού στην ελληνική αγορά», αυτό δείχνει από μόνο του τι θα μπορούσε να γίνει ή τι θα έπρεπε να γίνει ή τι θα ευχόμασταν να γίνει. Για να φτιάξει ωστόσο κάποιος μια τράπεζα από την αρχή θα πρέπει να έχει κεφάλαιο να διαθέσει, δεν είναι εύκολο σπορ.

Πάντως στην Ελλάδα η διετία 2022-2023 ήταν κάτι παραπάνω από θετική για τις ελληνικές συστημικές τράπεζες. Οχι όμως για τους καταναλωτές που είδαν την αγοραστική τους δυνατότητα να συρρικνώνεται. Το πρώτο 9μηνο του 2023 τα κέρδη των ελληνικών συστημικών τραπεζών είναι σχεδόν ίδια με το 9μηνο του 2022 και ανέρχονται σε 2,83 δισ. ευρώ, καλύπτοντας πάνω από τα τρία τέταρτα των ολικών κερδών του 2022.

Επομένως, τα συνολικά κέρδη του 2022 και του 9μηνου 2023 ισούνται περίπου με 6,59 δισ. ευρώ, και με μία ετήσια αναγωγή για το 2023 προκύπτει ότι τα αναμενόμενα ολικά κέρδη της διετίας 2022-2023 είναι κοντά στα 7,53 δισ. Οπως διαπιστώνει το ΚΕΠΕ, «η υπερβολική συσσώρευση των κερδών των συστημικών τραπεζών οφείλεται στο καθαρό επιτοκιακό εισόδημα, το οποίο ενισχύεται από τις κολοσσιαίες αυξήσεις του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου (ΝΙΜ) και του περιθωρίου επιτοκίου (interest rate spread) και συνεισφέρει στον πληθωρισμό της “τραπεζικής απληστίας” στην Ελλάδα».

O οικονομολόγος Δημήτρης Λιάκος υποστηρίζει στην «Εφ.Συν.» πως το πρόβλημα για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα «δεν είναι τόσο ότι έχουμε πρόβλημα δανείων όσο ότι έχουμε πρόβλημα κεφαλαίων. Τα δεδομένα αυτή τη στιγμή δείχνουν ότι πάρα πολλές επιχειρήσεις δηλώνουν είτε ότι είναι οριακά κερδοφόρες είτε ότι είναι ζημιογόνες. Επομένως είναι δύσκολο να δανειοδοτηθούν. Ενα άλλο πρόβλημα, το οποίο δεν αναφέρεται πολύ δημοσίως, είναι η αρνητική αποταμίευση, λόγω κρίσης, λόγω πληθωρισμού, λόγω απληστίας κτλ. Ομως αν δεν έχεις εθνική αποταμίευση, δεν μπορούν να αυξηθούν οι εγχώριες επενδύσεις, εξ ου και επικεντρωνόμαστε μετά μόνο στις ξένες άμεσες επενδύσεις. Παλαιότερα στη χώρα, μέχρι το 2007, ακριβώς λόγω της εθνικής αποταμίευσης, το μεγαλύτερο κομμάτι των επενδύσεων πήγαινε μεν στα σπίτια, αλλά έστω κάπου επενδυόταν, υπήρχε και ένα περιουσιακό στοιχείο. Αυτό έχει αλλάξει δραματικά πια».

Πράγματι, τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν από τις χαμηλότερες αποταμιεύσεις πανευρωπαϊκά και μάλιστα με βάση τα τελευταία στοιχεία της ΕΚΤ η Ελλάδα βρίσκεται στη χειρότερη θέση τον Ιούλιο του 2024 σε αυτό τον δείκτη από τον Ιούλιο του 2017. Τα αρνητικά ποσοστά αποταμίευσης αποκαλύπτουν τη συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών και ότι οι μισθοί δεν επαρκούν για την κάλυψη βασικών αναγκών. Ιδίως δε, αν λάβουμε υπόψη ότι το ένα τέταρτο (συγκεκριμένα 26,7% το 2022) του πληθυσμού (8,7% στην ΕΕ27) δαπανά πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος για στέγαση, με το αντίστοιχο ποσοστό να εκτοξεύεται στο 84,5% (33,1% στην Ε.Ε.-27) των νοικοκυριών με διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το 60% του διάμεσου εισοδήματος.

Οπως υπογραμμίζει το ΚΕΠΕ, προσθέτοντας στην εξίσωση το χρέος των νοικοκυριών ύψους σχεδόν 93 δισ. το 2022 ή το ιδιωτικό χρέος ύψους περίπου €208 δισ. το 2022 (€221 δισ. το 2021), σύμφωνα με τη Eurostat, προκύπτει ακόμα ένα βάρος στους Ελληνες καταναλωτές που μεγεθύνεται από τα υψηλά επιτόκια των δανείων και τα χαμηλά επιτόκια καταθέσεων και εν γένει από το δυσθεώρητο επιτοκιακό περιθώριο, αποτέλεσμα της έλλειψης ανταγωνισμού και της μη επαρκούς κρατικής παρέμβασης. Ολα αυτά συνιστούν ένα «εκρηκτικό κοκτέιλ» στην Ελλάδα το οποίο θα μπορούσε να επιδεινώσει περαιτέρω τη θέση της χώρας σε όρους φτώχειας (ήδη τρίτοι χειρότεροι στην Ευρώπη) και κοινωνικού αποκλεισμού. Δεν μοιάζει πολύ ρεαλιστικό ότι τα παραπάνω προβλήματα μπορεί να βελτιωθούν από τον νέο αλλά ασθενικό πέμπτο πυλώνα του τραπεζικού συστήματος.

«Πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν»

Για τον Joaquín Maudos Villarroya, καθηγητή Θεμελιωδών Στοιχείων Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο της Βαλένθια, η ισπανική τραπεζική αγορά «μπορεί ακόμη να περιγραφεί ως μέτρια συγκεντρωμένη», ωστόσο είναι ήδη «πάνω από τις κύριες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία», προσθέτει. Ο Maudos Villarroya πιστεύει ότι η αναδιάρθρωση μετά την οικονομική κρίση του 2008 «ήταν αναγκαία, ωστόσο ο κίνδυνος να υπάρχουν λίγες και πολύ μεγάλες τράπεζες είναι ότι μπορεί να είναι “πολύ μεγάλες για να αποτύχουν” (too big to fail) εάν έχουν προβλήματα. Απαιτείται επομένως πολύ προσεκτική ανάλυση των επιπτώσεων στον ανταγωνισμό».

Στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, η κρίση των ενυπόθηκων δανείων του 2008 ήταν λιγότερο καταστροφική και η συγκέντρωση του τραπεζικού τομέα έγινε για άλλους λόγους. Στην Ουγγαρία, οι κυβερνήσεις Ορμπαν, που βρίσκονται στην εξουσία από το 2010, προσπάθησαν συστηματικά να αναλάβουν τουλάχιστον τους μισούς από τους βασικούς τομείς της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών. Ταυτόχρονα, οι μεγάλες τράπεζες ξένης ιδιοκτησίας αποτρέπονται με πρόσθετους φόρους, εκποιήσεις ή διοικητικές παρεμβάσεις. Σε μικρότερο βαθμό, αυτό συνοδεύτηκε από εκκαθάριση της αγοράς, λόγω της αποτυχίας ορισμένων εθνικών εταιρικών ομίλων, όπως η Quaestor και η BudaCash, ή της αποτυχίας της Széchenyi Bank και της εκκαθάρισης μικρών τραπεζών σε αγροτικές περιοχές.

«Η ενοποίηση των τραπεζικών επιχειρήσεων στην Ευρώπη, που ενθαρρύνεται από τους Ευρωπαίους ηγέτες και για γεωπολιτικούς λόγους, οδηγεί σε ολιγοπώλια», επισημαίνει και ο Georgi Angelov, ανώτερος οικονομολόγος του Open Society Institute στη Σόφια, προσθέτοντας ότι στη Βουλγαρία τόσο η αγορά τηλεπικοινωνιών όσο και η τραπεζική αγορά παρουσιάζουν τα τυπικά σημάδια μιας ολιγοπωλιακής δομής. Στον αντίποδα, στην Πολωνία η κρίση του 2008 δεν άλλαξε σημαντικά τη δομή του τραπεζικού τομέα. Ούτε στην Τσεχία, όπου το τραπεζικό σύστημα βίωσε τη δική του κρίση αρκετά νωρίτερα, το 2001-2002, όταν οι περισσότερες τσεχικές τράπεζες είτε έκλεισαν είτε μεταπωλήθηκαν. Εκτοτε, η τσεχική τραπεζική αγορά κυριαρχείται από τρεις μεγάλες τράπεζες που ελέγχουν περίπου το 65% της τσεχικής αγοράς.

screenshot-4.png

*Το άρθρο αυτό γράφτηκε στο πλαίσιο του προγράμματος PULSE, μιας ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας που διευκολύνει τη διεθνή δημοσιογραφική συνεργασία και στην οποία συμμετέχει κατ’ αποκλειστικότητα στην Ελλάδα η «Εφ.Συν.». Για το ρεπορτάζ αυτό συνεργάστηκαν οι: Óscar Giménez, Lola García-Ajofrín (El Confidecial - Ισπανία), Tsvetelina Sokolova (Mediapool - Βουλγαρία), Ágnes Gyenis (HVG - Oυγγαρία), Petr Jedlička (Denik Referendum - Τσεχία), Anna Popiołek-Sudak (Gazeta Wyborcza - Πολωνία)

Η ομάδα του PULSE

Εφ.Συν.- Ελλάδα
OBCT [1] - Ιταλία
Delfi [2] - Λιθουανία
Deník Referendum [3] - Τσεχία
Der Standard [4] - Αυστρία
El Confidencial [5] - Ισπανία
Gazeta Wyborcza [6] - Πολωνία
Hotnews [7] - Ρουμανία
HVG [8] - Ουγγαρία
Il Sole 24 Ore [9] - Ιταλία
Mediapool [10] - Βουλγαρία
n-ost [11] (Γερμανία)
VoxEurop [12] (Γαλλία)

Links:
------
[1] https://www.balcanicaucaso.org/eng/
[2] https://www.delfi.lt/
[3] https://denikreferendum.cz/
[4] https://www.derstandard.at/consent/tcf/
[5] https://www.elconfidencial.com/
[6] https://wyborcza.pl/0,75247.html
[7] https://www.hotnews.ro/
[8] https://hvg.hu/
[9] https://www.ilsole24ore.com/
[10] https://www.mediapool.bg/
[11] https://n-ost.org/
[12] https://voxeurop.eu/it/
[13] https://drive.google.com/drive/folders/1YXurKE3SX7Lz6ekPFiYxPoXjHS6yZsab?usp=sharing
[14] https://ec.europa.eu/regional_policy/information-sources/logo-download-center_en
[15] http://www.efsyn.gr
[16] http://www.miir.gr

Τι είναι το PULSE

Το PULSE - Europe beyond the beat είναι μια διασυνοριακή δημοσιογραφική πρωτοβουλία που βασίζεται σε μια «συνεργατική στο σχεδιασμό» προσέγγιση στην παραγωγή περιεχομένου. Αποτελείται από 10 σημαντικά εθνικά μέσα ενημέρωσης (Εφ.Συν.- Ελλάδα, Delfi - Λιθουανία, Deník Referendum - Τσεχία, Der Standard - Αυστρία, El Confidencial - Ισπανία, Gazeta Wyborcza - Πολωνία, Hotnews - Ρουμανία, HVG - Ουγγαρία, Il Sole 24 Ore - Ιταλία, Mediapool - Βουλγαρία) και 3 διακρατικούς οργανισμούς μέσων
ενημέρωσης (OBCT, n-ost, Voxeurop) που ενώνονται με στόχο να προωθήσουν μια ζωντανή ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα.

Με επικεφαλής το OBCT, ο συνεργατικός κόμβος PULSE παράγει και διανέμει δημοσιογραφικό περιεχόμενο που καλύπτει ευρωπαϊκές υποθέσεις σε καθημερινή βάση. Ένα πρόσθετο δίκτυο εξωτερικά συνεργαζόμενων ειδησεογραφικών newsrooms και ΜΜΕ συμβάλλει στην παραγωγή περιεχομένου, καλύπτοντας ουσιαστικά κάθε ευρωπαϊκή χώρα. Oλοι μαζί, αυτή η μεγάλη διεθνής
αίθουσα σύνταξης ειδήσεων, καλύπτει τις ευρωπαϊκές υποθέσεις από νέες και πολλαπλές οπτικές γωνίες. Μέσα σε δύο χρόνια, θα δημοσιευτούν πάνω από 2.000 δημοσιογραφικά θέματα (αρθρα, ρεπορταζ, έρευνες, podcasts κα), συμπεριλαμβανομένων εμπεριστατωμένων άρθρων σε διάφορες μορφές και σε τουλάχιστον 12 διαφορετικές ευρωπαϊκές γλώσσες.

Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται σε χώρες, περιφέρειες και κοινωνικές ομάδες που δεν έχουν λάβει επαρκή δημοσιότητα ή υποεκπροσωπούνται στη Δημόσια Σφαίρα, συμπεριλαμβανομένων πχ αγροτικών περιοχών και χωρών της ΕΕ με μικρές και μεσαίες διαστάσεις. Το πρόγραμμα PULSE δίνει τη δυνατότητα διανομής δημοσιογραφικού περιεχομένου σε τρίτους και προβλέπει τη δημιουργία 4 ανοικτών θεματικών δικτύων - στα οποία μπορούν να συμμετάσχουν όλοι οι δημοσιογράφοι του δικτύου - τα οποία θα επικεντρώνονται σε κρίσιμα θέματα όπως η διεύρυνση της ΕΕ, η Ευρώπη και η δυναμική των παγκόσμιων δυνάμεων, η
πράσινη μετάβαση της ΕΕ, τα μέσα ενημέρωσης, η κοινωνία της πληροφορίας και το Κράτος Δικαίου.

Οι δραστηριότητες του PULSE χρηματοδοτούνται εν μέρει από τους οργανισμούς του δικτύου και κυρίως
συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (DG CONNECT) στο πλαίσιο των δράσεων πολυμέσων μέσω της συμφωνίας επιχορήγησης LC-02772862. Οι συμφωνίες με τον δωρητή διασφαλίζουν ότι το PULSE και τα μέλη του παραμένουν εντελώς ανεξάρτητα από οποιαδήποτε οδηγία, πίεση ή αίτημα από οποιοδήποτε θεσμικό όργανο της ΕΕ, οποιοδήποτε κράτος ή οποιοδήποτε άλλο θεσμικό όργανο ή οργανισμό σε όλα τα θέματα που αφορούν το δημοσιογραφικό περιεχόμενο που παράγεται.

Τα περιεχόμενα του προγράμματος Pulse διανέμονται με άδεια Creative Commons BY-NC-ND 2.5 IT. Η αναδημοσίευση προϋποθέτει υποχρεωτική αναφορά στους συντάκτες και στο πρόγραμμα με έναν άμεσο ενεργό σύνδεσμο προς την αρχική σελίδα του άρθρου.

*από την έντυπη έκδοση της "Εφημερίδας των Συντακτών".




ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

ΣΧΟΛΙΑ