Συμπεράσματα και ερωτήματα από τα έγγραφα της ΚΥΠ
Σε όλες τις περιπτώσεις πάντως ο αποχαρακτηρισμός δεν είναι πλήρης.
*του Σωτήρη Ριζά
Η δημοσίευση από την ΕΥΠ 59 εγγράφων της τότε Κρατικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ) που αφορούν την κρίση της Κύπρου του Ιουλίου και Αυγούστου 1974 είναι ένα πρώτο ευπρόσδεκτο βήμα προς τη διεύρυνση της πρόσβασης προς τα ιστορικά τεκμήρια των οποίων κάτοχοι είναι υπηρεσίες του κράτους.
Η δημοσίευση εγγράφων των υπηρεσιών πληροφοριών δεν είναι μια διαδεδομένη πρακτική. Ακολουθείται εδώ και ορισμένα χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά δεν έχει τον συστηματικό χαρακτήρα που έχει η απόδοση στην έρευνα εγγράφων των υπουργείων Εξωτερικών.
Σε όλες τις περιπτώσεις πάντως ο αποχαρακτηρισμός δεν είναι πλήρης.
Υπεισέρχεται η στάθμιση του τι συνιστά εθνικό συμφέρον και συνεπώς αν είναι σκόπιμο να αποκαλυφθούν πληροφορίες που θα το έβλαπταν, ενδεχομένως πολιτικά ή προσωπικά συμφέροντα, καθώς και ζητήματα προστασίας των πηγών, πάντοτε ευαίσθητα στις διακρατικές σχέσεις.
Σε κάθε περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη τους περιορισμούς αυτούς, η απόδοση στην έρευνα κρατικών εγγράφων προωθεί την ιστορική έρευνα η οποία ούτως ή άλλως οφείλει να διασταυρώνει τις πληροφορίες της και να ελέγχει τις πηγές της.
Τα έγγραφα που αποδόθηκαν στη δημοσιότητα αφορούν τις εξελίξεις στο Κυπριακό το κρίσιμο δίμηνο Ιουλίου – Αυγούστου 1974. Ασχολούνται με τις σχέσεις Ελλάδας, Κύπρου, Τουρκίας και της τελευταίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Είναι χρήσιμα γιατί αποδίδουν την ατμόσφαιρα που επικρατούσε από την οπτική γωνία του στρατιωτικού καθεστώτος των Αθηνών υπό τον έλεγχο του οποίου λειτουργούσε η ΚΥΠ.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ΚΥΠ διέκειτο δυσμενώς έναντι του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας αρχιεπισκόπου Μακαρίου και αντιμετώπιζε θετικά τις απόψεις των Ελληνοκυπρίων που υποστήριζαν την ΕΟΚΑ Β΄ η οποία με συστηματική ένοπλη δραστηριότητα, ενισχυόμενη από την Αθήνα και έλληνες αξιωματικούς της Εθνικής Φρουράς, επεδίωκε την ανατροπή του αρχιεπισκόπου Μακαρίου.
Παρά ταύτα, πρέπει να σημειωθεί ότι η ΚΥΠ δεν αναμείχθηκε στην οργάνωση και την εκτέλεση του πραξικοπήματος που ανέτρεψε τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο στις 15 Ιουλίου 1974 και αποτέλεσε την αφετηρία των εξελίξεων που οδήγησαν στην τουρκική εισβολή και την κατοχή του 36% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας από τις τουρκικές δυνάμεις.
Οπως γνωρίζουμε με ακρίβεια από το υλικό των καταθέσεων στο πλαίσιο των εργασιών της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής το 1986-88, το πραξικόπημα αποφασίστηκε από τον άτυπο αλλά πανίσχυρο αρχηγό του στρατιωτικού καθεστώτος ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη με τη συναίνεση της επίσημης ηγεσίας του, τον πρόεδρο της Δημοκρατίας στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη, τον πρωθυπουργό Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο και τον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγό Γρηγόριο Μπονάνο.
Ευθύς μετά σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε από ένα μικρό αριθμό πιστών στον Ιωαννίδη αξιωματικών που υπηρετούσαν στο αρχηγείο των Ενόπλων Δυνάμεων και στην Εθνική Φρουρά στην Κύπρο.
Το δεύτερο στοιχείο που πρέπει να συγκρατηθεί από το διαθέσιμο υλικό των Δελτίων Πληροφοριών είναι ότι η ΚΥΠ ήταν αρκετά αποτελεσματική στη συγκέντρωση στρατιωτικών πληροφοριών σχετικά με τις κινήσεις των τουρκικών δυνάμεων.
Οι πληροφορίες αυτές μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι η Αγκυρα προετοίμαζε την επέμβασή της στη μεγαλόνησο.
Αυτό οδηγεί στο κρίσιμο ερώτημα της κρίσης του Κυπριακού του 1974.
Πώς είχε σχηματίσει ο Ιωαννίδης την πεποίθηση ότι η Τουρκία δεν θα αντιδρούσε στο πραξικόπημα με το οποίο, από την οπτική της Αγκυρας, είχε θέσει υπό έλεγχο τη μεγαλόνησο; Διαθέσιμες αμερικανικές και βρετανικές πηγές δεν έχουν απαντήσει στο ερώτημα ενώ από άλλες ελληνικές πηγές, όπως οι μαρτυρικές καταθέσεις συνεργατών του Ιωαννίδη στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής, προκύπτει ένα είδος «ρουτινοποίησης» του Κυπριακού.
Ο Ιωαννίδης είχε υπηρετήσει στην Κύπρο και είχε αντιμετωπίσει επανειλημμένα προειδοποιήσεις για επικείμενη τουρκική απόβαση η οποία δεν είχε πραγματοποιηθεί έως το 1974.
Εξάλλου ήδη από την προηγούμενη κρίση του 1967, κατά την οποία η τότε ηγεσία της χούντας είχε αποδεχθεί το τελεσίγραφο για την απομάκρυνση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο, ο Ιωαννίδης συμπέρανε ότι η Ελλάδα, υποχωρώντας, είχε διαπράξει στρατηγικό ολίσθημα καθώς εάν κρατούσε τις θέσεις της θα υποχρέωνε τις Ηνωμένες Πολιτείες σε παρέμβαση προκειμένου να αποφευχθεί ένας καταστροφικός για το ΝΑΤΟ ελληνοτουρκικός πόλεμος.
Κάτι τέτοιο δεν συνέβη όμως το 1974 καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες, και προσωπικά ο υπουργός Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ, θεώρησαν ότι η Τουρκία ήταν από την αμερικανική και ατλαντική οπτική στρατηγικά πιο σημαντική από την Ελλάδα και την Κύπρο και έπρεπε συνεπώς να αφεθεί να πραγματοποιήσει την απόβαση στην Κύπρο.
Το γεγονός ότι το υλικό των Δελτίων Πληροφοριών της ΚΥΠ αφήνει αναπάντητα ή δεν φωτίζει κρίσιμα ερωτήματα δεν σημαίνει ότι η δημοσίευσή του δεν θα βοηθήσει την ιστορική έρευνα ή ότι αυτό το πρώτο βήμα της ΕΥΠ πρέπει να μείνει χωρίς συνέχεια. Το αντίθετο, αυτό που αναζητείται πλέον είναι η συστηματοποίηση της διαδικασίας αποχαρακτηρισμού των εγγράφων των κρατικών υπηρεσιών.
Ο Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής ερευνών στο Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών
πηγή: tanea.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
-
Γεώργιος Ρούντας: Σχολιάζει για τα 12 νμ και την κοινή ΑΟΖ με Κύπρο
23 Δεκεμβρίου 2024 -
Πανελλήνια αναγνώριση για την Μαρία Παπαδοπουλου
23 Δεκεμβρίου 2024 -
Ευχές από τους Δικηγόρους των Γιαννιτσών
23 Δεκεμβρίου 2024 -
ΚΕΠ Αριδαίας: Μέχρι πότε θα λειτουργεί τις παραμονές των εορτών
23 Δεκεμβρίου 2024 -
Πέλλα: Ακυρώνεται η Κολιντα λόγω ακραίων φαινομένων
23 Δεκεμβρίου 2024
ΣΧΟΛΙΑ